Παρασκευή 8 Ιουλίου 2016

ΕΛΛΗΝΙΚΑ- ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ -ΛΑΤΙΝΙΚΑ

ΕΛΛΗΝΙΚΑ

       Η ελληνική γλώσσα είναι μία από τις ινδοευρωπαϊκές γλώσσες. Αποτελεί το μοναδικό μέλος ενός ανεξαρτήτου κλάδου της ινδοευρωπαϊκής οικογένειας γλωσσών. Ανήκει επίσης στον βαλκανικό γλωσσικό δεσμό. Στην ελληνική γλώσσα, έχουμε γραπτά κείμενα από τον 15ο αι. π.Χ. μέχρι σήμερα.


Γεωγραφική εξάπλωση

       Η ελληνική υπήρξε στην αρχαιότητα η πιο διαδεδομένη γλώσσα στην Μεσόγειο και στην Νότια Ευρώπη κυρίως εξαιτίας του πλήθους των αποικιών που είχαν ιδρυθεί από τους Έλληνες στις ακτές της Μεσογείου και έφτασε να είναι η γλώσσα του εμπορίου ακόμα και μέχρι τα τέλη της Αλεξανδρινής περιόδου.
         Η ελληνική σήμερα αποτελεί τη μητρική γλώσσα περίπου 12 εκατομμυρίων ανθρώπων, κυρίως στην Ελλάδα και την Κύπρο. Αποτελεί επίσης την μητρική γλώσσα αυτοχθόνων πληθυσμών στην Αλβανία, τη Βουλγαρία, την ΠΓΔΜ, την Ιταλία και την Τουρκία.
        Εξαιτίας της μετανάστευσης η γλώσσα ομιλείται ακόμα σε χώρες-προορισμούς ελληνόφωνων πληθυσμών μεταξύ των οποίων η Αυστραλία, ο Καναδάς, η Γερμανία, το Ηνωμένο Βασίλειο, η Ρωσία, και οι Ηνωμένες Πολιτείες.
         Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός ανθρώπων που μιλούν ελληνικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα είναι γύρω στα 25 εκατομμύρια.

Η επίσημη κατάσταση της γλώσσας

      Τα ελληνικά είναι η επίσημη γλώσσα της Ελλάδας και της Κύπρου και μία από τις 23  επίσημες γλώσσες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
      Επίσης είναι αναγνωρισμένη μειονοτική γλώσσα στην Αλβανία, την Αρμενία, την Ιταλία, την Ουγγαρία, την Ρουμανία, την Ουκρανία και την Τουρκία.

Φάσεις εξέλιξης

        Για την πρώτη φάση (πρωτοελληνική) η οποία τοποθετείται πριν το 1600 π.Χ. , οι όποιες γνώσεις μας για την ελληνική γλώσσα βασίζονται σε τεχνικές επανασύνθεσης που προκύπτουν από τη συγκριτική γλωσσολογία.
       Η πρωτοελληνική είχε 7 πτώσεις (ονομαστική, γενική, δοτική, αιτιατική, αφαιρετική, τοπική, κλητική). Επίσης είχε διατηρήσει σε πολύ μεγάλο βαθμό τα υπόλοιπα χαρακτηριστικά της Ινδοευρωπαϊκής  μητέρας-γλώσσας. Είχε τρεις φωνές (ενεργητική, παθητική, μέση) και τρεις αριθμούς (ενικός, δυϊκός, πληθυντικός).    
      Σημαντικό χαρακτηριστικό της (που διατηρήθηκε σχεδόν μέχρι τα πρώτα μεταχριστιανικά χρόνια) ήταν ο μουσικός τόνος. Ο τόνος στα αρχαία ελληνικά δεν αντιστοιχούσε σε αύξηση της έντασης της φωνής αλλά σε αύξηση του τονικού ύψους.

ΜΥΚΗΝΑΪΚΗ ΓΛΩΣΣΑ

          Στην αμέσως επόμενη φάση (μυκηναϊκή ελληνική), η οποία μαρτυρείται από τις πινακίδες της Γραμμικής Β' και από ορισμένους στίχους των Ομηρικών Έπων, παρατηρούμε εξίσου πολλούς αρχαϊσμούς. Π.χ. η γενική των ονομάτων σε -ος σχηματιζόταν με την κατάληξη -οιο (πρβλ. Ομηρικό «Πριάμοιο»), ενώ υπάρχει φθόγγος (που συμβολίζεται με) «q» ο οποίος βρίσκεται σε λέξεις όπου από την ΙΕ θα αναμενόταν ένα * ή ένα *. Η αφαιρετική και η τοπική πτώση διατηρείται αλλά σε μάλλον περιορισμένο βαθμό.

Κλασική ελληνική

        Στην κλασική ελληνική, αρχαιότερα κείμενα της οποίας είναι τα Ομηρικά Έπη και αρχαιότερο τεκμήριο η επιγραφή του Διπύλου, το βασικότερο χαρακτηριστικό είναι η υψηλή διαλεκτική διαφοροποίηση, η οποία οφείλεται πιθανότατα στην πολυδιάσπαση του ελληνόφωνου κόσμου σε διάφορα κρατίδια.
        Ως προς το αν οι βασικές διάλεκτοι της κλασικής εποχής (ιωνική, αιολική, δωρική κ.λπ.) δημιουργήθηκαν στην Ελλάδα λόγω της πολιτικής πολυδιάσπασης των Ελλήνων ή «ήλθαν» μαζί με τα αντίστοιχα φύλα κατά την εποχή του Χαλκού, οι γνώμες διίστανται. Φαίνεται πως δεν αποκλείεται να συνέβησαν και τα δύο. Πάντως οι διάλεκτοι της κλασικής εποχής διέφεραν αρκετά μεταξύ τους και δεν θα ήταν υπερβολή να υποστηριχθεί ότι οι ομιλητές τους βρίσκονταν πολλές φορές στα ακραία όρια της αλληλοκατανόησης.
          Μία από τις σημαντικότερες διαλέκτους της κλασικής εποχής ήταν η αττική διάλεκτος, που χρησιμοποιούνταν κυρίως στην Αθήνα αλλά και ως γλώσσα των φιλοσόφων και των επιστημόνων. Η αττική διάλεκτος προέρχεται από την ιωνική (τη βασική διάλεκτο των Ομηρικών επών) με αρκετές δωρικές επιδράσεις.
      Υιοθετήθηκε ως επίσημη γλώσσα όλης της Ελλάδος από τον Φίλλιπο τον Μακεδόνα και ως επίσημη γλώσσα ολόκληρου του ελληνιστικού κόσμου από τον γιο του Αλέξανδρο. Από αυτήν προέρχονται απ' ευθείας σχεδόν όλες οι μεταγενέστερες ελληνικές διάλεκτοι.

Ελληνιστική Κοινή

      Αποτέλεσμα της χρήσεως της αττικής διαλέκτου ως δεύτερης (και συχνά πρώτης) γλώσσας από πάρα πολλούς αλλόγλωσσους (αλλά και από ελληνόφωνους που μιλούσαν πρωτύτερα μια άλλη ελληνική διάλεκτο) ήταν σαρωτικές αλλαγές σε όλα τα επίπεδα της γλώσσας. Έτσι:
  • Η προφορά, η οποία είχε ήδη από την κλασσική εποχή αρχίσει να εξελίσσεται, άλλαξε ριζικά με κυριότερο χαρακτηριστικό την προφορά των ει, η, υ, υι ως «ι» (ιωτακισμός) και την απώλεια των φθόγγων F (w) και  H (δασεία).
  • Ο δυϊκός  αριθμός, το απαρέμφατο και η μέση φωνή χάθηκαν.
  • Απλοποιήθηκε σημαντικά το σύστημα κλίσεως ονομάτων και ρημάτων.
        Το αποτέλεσμα όλων αυτών των μεταβολών ήταν η Ελληνιστική Κοινή, η οποία μαρτυρείται κυρίως στην Καινή Διαθήκη. Είναι χαρακτηριστικό ότι την ίδια εποχή έχουμε και τους πρώτους αττικιστές, αυτούς που θεωρούσαν απαραίτητη την διατήρηση της «αυθεντικής» αττικής διαλέκτου, τουλάχιστον στο γραπτό λόγο.


Μεσαιωνική ελληνική

        Η ελληνιστική κοινή εξελίχθηκε στην μεσαιωνική ελληνική,αυτο φαίνεται κυρίως από δημοτικά τραγούδια. Τελευταία φωνολογική μεταβολή κατά το 9ο αιώνα ήταν ο ιωτακισμός και του «οι» και του «υ» που ως τότε προφέρονταν ως [y], δηλαδή σαν το γαλλικό «u».

Νέα ελληνική

       Τα όρια μεταξύ νέας ελληνικής και μεσαιωνικής ελληνικής δεν είναι ιδιαίτερα σαφή, πάντως τοποθετούνται χονδρικά κάπου στα τελευταία χρόνια του Βυζαντίου.
        Κατά την περίοδο αυτή (καθώς και στην Οθωμανική περίοδο) παρατηρείται μια εξίσου έντονη διαλεκτική διαφοροποίηση η οποία συνεχιζόταν μέχρι πριν μερικές δεκαετίες.
      Η Γραμματική του Μανόλη Τριανταφυλλίδη ενώ περιγράφει την κοινή νέα ελληνική είναι παράλληλα υπερβολικά ρυθμιστική για την σημερινή χρήση της γλώσσας είτε στο σχολείο είτε αλλού και έχει επιφέρει ως αποτέλεσμα την απόλυτη διάκριση μεταξύ ορθού και λάθους καθώς και την συνακόλουθη ρύθμιση του τί είναι αποδεκτό ή μη αποδεκτό, η οποία όμως δεν ανταποκρίνεται στην γλωσσική - είτε στο φωνολογικό είτε στο συντακτικό επίπεδο - πολυμορφία.

Γλωσσική επαφή

        Η ελληνική γλώσσα έχει επηρεάσει σημαντικά τις άλλες γλώσσες, τόσο στην πολιτική, όσο και στους επιστημονικούς όρους, στις τέχνες, στη φιλοσοφία, στο θέατρο και γενικά σε τομείς στους οποίους είχε προηγηθεί κοινωνικά και, κατά συνέπεια, γλωσσολογικά.
        Υπήρξε για μεγάλο διάστημα η lingua franca της ανατολικής και δυτικής Μεσογείου και τα πρώτα χριστιανικά κείμενα γράφτηκαν σε αυτήν. Οι Λατίνοι επηρεάστηκαν βαθύτατα από τα ελληνικά που ήταν πλουσιότερη γλώσσα τότε, και έτσι πολλά ελληνικά στοιχεία εντάχθηκαν σχεδόν αυτούσια στα λατινικά, από τα οποία εν συνεχεία εντάχθηκαν και σε άλλες συγγενείς προς τα λατινικά γλωσσες.
       Με την σειρά τους τα ελληνικά επηρεάστηκαν κι αυτά από την γλώσσα λαών που κατέκτησαν την χώρα είτε με πολέμους είτε οικονομικά, με αποτέλεσμα στην διάρκεια των αιώνων να μπουν στο ελληνικό λεξιλόγιο λατινικές λέξεις, ενετικές και τουρκικές. Στα προεπαναστατικά του 1821 χρόνια η ελληνική γλώσσα άρχισε να επηρεάζεται περισσότερο από τις δυτικοευρωπαϊκές γλώσσες, κάτι που συνεχίστηκε μετά την απελευθέρωση με περισσότερη ένταση, επειδή ο ελληνικός, ως υπόδουλος πληθυσμός με μη ανεπτυγμένη οικονομία, δεν διέθετε πληθώρα όρων που είχαν δημιουργήσει με την πρόοδό τους οι πιο ανεπτυγμένες πλέον δυτικές κοινωνίες.
       Εντούτοις, χάρη στο ενδιαφέρον των δυτικών για την αρχαία ελληνική και την λατινική γλώσσα, πολλοί επιστήμονές τους δανείστηκαν αρχαιοελληνικές λέξεις για το σχηματισμό νεολογισμών και έτσι η ελληνική επεβίωσε και σε μια πληθώρα ξένων επιστημονικών ή φιλοσοφικών όρων. Η ελληνική στην περίοδο της καθαρεύουσας άρχισε να επανεισάγει τροπον τινά τις λέξεις της, καθώς έπαιρνε ξανά πίσω λέξεις που είχε δανείσει πρώτη σε άλλες γλώσσες. Η παραπάνω διαδικασία ονομάζεται αντιδάνειο.
Γραφή

        Η πρώτη γραφή που αποδεδειγμένα χρησιμοποιήθηκε για την γραφή της ελληνικής γλώσσας είναι η Γραμμική Β' περίπου τον 15ο αιώνα π.Χ.
     Το ελληνικό αλφάβητο άρχισε να χρησιμοποιείται από τον 9ο αιώνα π.Χ. Το 403 π.Χ. έγινε στην Αθήνα η μεταρρύθμιση του Αρχίνου ο οποίος διαμόρφωσε το αττικό αλφάβητο στηριζόμενος στο Ιωνικό. Το αλφάβητο που προέκυψε ονομάστηκε και Ευκλείδιο αλφάβητο γιατί η μεταρρύθμιση έγινε το δεύτερο έτος της 94ης Ολυμπιάδας επί επωνύμου άρχοντος Ευκλείδου.
      Το παλιό αττικό αλφάβητο ήταν: Α,Β,Γ,Δ,Ε,F,Ζ,Η,Θ,Ι,Κ,Λ,Μ,Ν,Ο,Π,Ϟ,Ρ,Σ,Τ,Υ,Φ,Χ. Το Λ, το Ρ και το Ϟ το έγραφαν ως L, R και Q. Παρόμοια το έγραφαν και οι Κυμαίοι οι οποίοι έδωσαν το αλφάβητό τους στους Ιταλιώτες. Το Χ είχε τη μορφή σταυρού (+).
          Αρχικά χρησιμοποιούσαν τα Ε, Η και ΕΙ για ποικιλίες (ανοιχτότερα ή πιο κλειστά) του φθόγγου [e] αντίστοιχα με τα Ο, Ω και ΟΥ δήλωναν το φθόγγο [o]. Με την μεταρρύθμιση αφαιρέθηκαν τα γράμματα F και Ν τα οποία είχαν περιπέσει σε αχρησία και υιοθετήθηκαν τα γράμματα Ξ, Ψ και Ω. Το Η δεν αντιστοιχούσε πλέον στο δασύ πνεύμα 'h' αλλά στο μακρύ 'e'. To Ω αντιστοιχούσε στο μακρύ 'ο'.     Το Ξ αντικατέστησε το σύμπλεγμα 'ΧΣ' και το Ψ αντιστοίχως το σύμπλεγμα 'ΦΣ' (διπλά σύμφωνα).
Σε όλη την αρχαιότητα το αλφάβητο περιελάμβανε μόνο τις μορφές των γραμμάτων που σήμερα τις λέμε κεφαλαία.
        Είναι η λεγόμενη μεγαλογράμματη γραφή. Από τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες, η επιθυμία των γραφέων να γράφουν πιο γρήγορα, καθώς επίσης και η ανάγκη να χωρούν περισσότερες πληροφορίες στα, μικρά σε μέγεθος αλλά και ακριβά, φύλλα παπύρου ή περγαμηνής, οδήγησαν σιγά σιγά στην διαμόρφωση των μορφών των γραμμάτων που σήμερα λέγονται πεζά. Αυτή είναι η μικρογράμματη γραφή. Αυτή η διαδικασία μεταβολής της μορφής των κεφαλαίων γραμμάτων είχε ολοκληρωθεί μέχρι τον 9ο αιώνα.
         Σήμερα η ελληνική εξακολουθεί να γράφεται με το αρχαίο ελληνικό αλφάβητο, όμως το πολυτονικό σύστημα έχει επισήμως αντικατασταθεί από το μονοτονικό, με ψήφισμα του 1982.


Αρχαία ελληνικά


Μεσαιωνικά Δημώδη Κείμενα

Καθαρεύουσα

     Καθαρεύουσα είναι η λόγια μορφή της Ελληνικής γλώσσας  η οποία προτάθηκε τον 18ο αιώνα και χρησιμοποιήθηκε εκτεταμένα κατά τον 19ο και τον 20ό αιώνα στην Ελλάδα και την Κύπρο από συγγραφείς, εφημερίδες και το Κράτος.
       Τη μορφή αυτή πρότεινε ο Αδαμάντιος Κοραής (1748-1834), Έλληνας φιλόλογος, επηρεασμένος από τις ιδέες του διαφωτισμού. Σκοπός του ήταν να «καθαριστεί» η ελληνική γλώσσα από τις ξένες επιδράσεις που είχε δεχτεί κατά τη μακρά παραμονή αυτών των εθνοτικών ομάδων στον ελληνικό χώρο.
         Η καθαρεύουσα έχει πολλά στοιχεία από την αρχαία ελληνική γλώσσα και αποτελεί ένα ενδιάμεσο κρίκο με την ελληνική δημοτική γλώσσα. Στην καθαρεύουσα χρησιμοποιείται αποκλειστικά το πολυτονικό σύστημα.
          Χρησιμοποιήθηκε από το επίσημο Ελληνικό κράτος μέχρι το 1976, οπότε και καταργήθηκε η χρήση της από τον Υπουργό Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων Γεώργιο Ράλλη και επιβλήθηκε η χρήση της νεοελληνικής δημοτικής γλώσσας σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης και στη διοίκηση.Αρκετά στοιχεία της πέρασαν στη δημοτική, αν και ποτέ δε χρησιμοποιήθηκε μαζικά από τον λαό.
         Μέχρι την κατάργησή της, η χρήση δύο μορφών γλώσσας στην Ελλάδα και την Κύπρο είχε ως αποτέλεσμα έντονες αντιδράσεις και αντιπαραθέσεις, οι οποίες έχουν μείνει στη νεοελληνική ιστορία με το όνομα γλωσσικό ζήτημα.  Κάποιες από τις αντιδράσεις στην αρχή του 20ού αιώνα είχαν αποτέλεσμα αιματηρά επεισόδια, τα Ευαγγελικά, με αφορμή τη δημοσίευση σε εφημερίδα μετάφρασης στη δημοτική του Ευαγγελίου το 1901, και τα Ορεστειακά, με αφορμή το ανέβασμα της τραγωδίας Ορέστεια στη δημοτική το 1903.
          Χαρακτηριστική είναι επίσης η περίπτωση του γραμμένου στη δημοτική αναγνωστικού Τα Ψηλά Βουνά, που εισήγαγε η κυβέρνηση Βενιζέλου το 1917 και το οποίο η επόμενη κυβέρνηση Γούναρη απέσυρε και έκαψε ως "ἔργον ψεύδους" το 1920.
          Οι υποστηρικτές της καθαρεύουσας χαρακτηρίζονταν από τους δημοτικιστές "καθαρολόγοι" και "καλαμαράδες" και ανταπέδιδαν με τον χαρακτηρισμό "μαλλιαροί" (από το ειρωνικό προσωνύμιο "μαλλιαρή" που χρησιμοποιούσαν για τη δημοτική).
          Η καθαρεύουσα χρησιμοποιείται ακόμη και σήμερα στην εφημερίδα των Αθηνών Εστία αλλά και από την Ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδας σε πολλά έγγραφά της και κυρίως προφορικά από τους εκπροσώπους της.




Επίσημες γλώσσες της Ευρωπαϊκής Ένωσης

     Οι επίσημες γλώσσες της  Ευρωπαϊκής Ένωσης, με βάση τον τροποποιημένο στις 13 Ιουνίου του 2005  Kανονισμό αριθ. 1 του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας της 15 Απριλίου του 1958 και της προσθήκες της 1 Ιανουαρίου του 2007 , είναι οι ακόλουθες 24:


  1. Αγγλική
  2. Βουλγαρική
  3. Γαλλική
  4. Γερμανική
  5. Δανική
  6. Ελληνική
  7. Εσθονική
  8. Ιρλανδική
  9. Ισπανική
  10. Ιταλική
  11. Κροατική
  12. Λεττονική
  13. Λιθουανική
  14. Μαλτεζική
  15. Ολλανδική
  16. Ουγγρική
  17. Πολωνική
  18. Πορτογαλική
  19. Ρουμανική
  20. Σλοβακική
  21. Σλοβενική
  22. Σουηδική
  23. Τσεχική
  24. Φινλανδική

ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ

        Η Νέα ελληνική ή Νεοελληνική γλώσσα (ιστορικά γνωστή και ως Ρωμαίικα), αναφέρεται στις διάφορες γλωσσικές ποικιλίες των Ελληνικών που ομιλούνται στην σύγχρονη εποχή.
          Η έναρξη της γλωσσικής περιόδου της Νέας Ελληνικής τοποθετείται, συμβολικά κυρίως, μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453, παρόλο που πολλά ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της Νέας Ελληνικής είχαν κάνει την εμφάνιση τους αιώνες πριν - από τον 3ο αιώνα π.Χ. έως τον 10ο αιώνα. Κατά την περίοδο της Νέας Ελληνικής, η γλώσσα βρισκόταν σε μία κατάσταση διγλωσσίας, καθώς τοπικές διάλεκτοι συνυπήρχαν με τις επίσημες αρχαϊκές μορφές της γλώσσας.
         H Νεοελληνική άρχισε να παίρνει τη σημερινή της μορφή στα τέλη του 17ου αιώνα. Σήμερα, η Κοινή Νέα Ελληνική ομιλείται από περίπου 12-15 εκατομμύρια ανθρώπους, κυρίως στην Ελλάδα και την Κύπρο, και ως γλώσσα μειονότητας σε πολλές άλλες χώρες.

Ταξινόμηση

         Τα Ελληνικά αποτελούν ανεξάρτητο κλάδο των Ινδοευρωπαϊκών γλωσσών. Όλες η υπάρχουσες μορφές της Νεοελληνικής, εκτός από την Τσακωνική διάλεκτο, είναι απόγονοι της Ελληνιστικής Κοινής της ύστερης αρχαιότητας.
        Έτσι, μπορεί αναμφίβολα να θεωρηθεί απόγονος της Αττικής διαλέκτου, η οποία ομιλούνταν στην ευρύτερη περιοχή της Αθήνας κατά την κλασσική εποχή. Η Τσακωνική διάλεκτος, μία απομονωμένη διάλεκτος που ομιλείται πλέον από μία μικρή ομάδα στην περιοχή της Πελοποννήσου, προήλθε από τη Δωρική διάλεκτο.

Γεωγραφική Κατανομή

         Η Νεοελληνική γλώσσα ομιλείται από περίπου 12 εκατομμύρια άτομα στην Ελλάδα και την Κύπρο.  
         Υπάρχουν επίσης πολλές παραδοσιακές ελληνόγλωσσες κοινότητες στις γειτονικές χώρες Αλβανία, Βουλγαρία και Τουρκία, στις χώρες της Μαύρης Θάλασσας (Ουκρανία, Ρωσία, Γεωργία, Αρμενία), καθώς και σε χώρες της Μεσογείου (Ιταλία, Αίγυπτο).
         Η γλώσσα ομιλείται επίσης από κοινότητες του απόδημου Ελληνισμού σε πολλές χώρες της Δυτικής Ευρώπης, της Βορείου Αμερικής, και στην Αυστραλία τη Βραζιλία, την Αργεντινή και πολλές άλλες. Χώρες με αξιοσημείωτο αριθμό ατόμων που μιλούν τα Νέα Ελληνικά ως ξενόγλωσση γλώσσα αποτελούν η Σερβία, η Αλβανία, η Βουλγαρία και η Ρουμανία.

Επίσημα Χαρακτηριστικά

       Τα Νέα Ελληνικά είναι η επίσημη γλώσσα της Ελλάδας και ομιλείται από το 99.5% του πληθυσμού της.
       Είναι επίσης, μαζί με τα Τουρκικά, η επίσημη γλώσσα της Κύπρου, καθώς και μία από τις 23 επίσημες γλώσσες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
       Τα Ελληνικά αναγνωρίζονται επισήμως ως γλώσσα μειονότητας σε τμήματα της Ιταλίας, της Τουρκίας, της Αρμενίας, της Ουκρανίας και της Αλβανίας.

Ιστορία

      Η κοινή ομιλουμένη της Βυζαντινής αυτοκρατορίας εξακολουθούσε να επιβιώνει μέχρι τους πρώτους αιώνες της Τουρκοκρατίας αλλά είχε την τάση να διαφοροποιείται τοπικά.
     Η κατοχή του ελληνικού χώρου από τους Τούρκους είχε άμεσες συνέπειες στη γλώσσα, η οποία φτώχυνε σε αφηρημένους όρους και δεν ήταν κατάλληλη ως μέσο ανώτερης παιδείας. Οι ανώτερες τάξεις συνέχιζαν να χρησιμοποιούν για επίσημους σκοπούς την παραδοσιακή λόγια γλώσσα που ήταν η αττικίζουσα κοινή.
       Άρχισαν να διαμορφώνονται τοπικές λογοτεχνικές γλώσσες που βασίζονταν σε διάφορες διαλέκτους, όπως για παράδειγμα η γλώσσα της κρητικής λογοτεχνίας του 16ου και 17ου αι. η οποία ήταν και η μοναδική που έφτασε σε κάποιο βαθμό ωριμότητας και θα μπορούσε να καταστεί η βάση μιας εθνικής γλώσσας.
        Στο δεύτερο μισό του 18ου αι. κάτω από την επιρροή του ευρωπαϊκού διαφωτισμού κάνουν την εμφάνισή τους πολλά συγγράμματα, κατά κύριο λόγο μεταφράσεις, πάνω σε διάφορα θέματα. Τα συγγράμματα αυτά ήταν γραμμένα σε διάφορες ανάμεικτες μορφές της ομιλουμένης και της λόγιας γλώσσας χωρίς πολύ έκδηλα διαλεκτικά χαρακτηριστικά.
       Υπήρχε άμεση ανάγκη να διαμορφωθεί μια κοινή εθνική γλώσσα που να εξυπηρετεί όλα τα στρώματα της κοινωνίας και όλα τα επίπεδα επικοινωνίας.
      Ορισμένοι έβλεπαν τη λύση στην επιστροφή στα αρχαία Ελληνικά ως την αληθινή εθνική γλώσσα, διαγράφοντας όλη την εξέλιξή της κατά τη διάρκεια του μεσαίωνα. 
       Υποστηρικτές αυτού του ρεύματος ήταν ο Ευγένιος Βούλγαρης, ο Στεφανής Κομμητάς, ο Δημήτριος Δάρβαρις, ο Νεόφυτος Δούκας και ο Κωνσταντίνος Οικονόμος. Ο Αδαμάντιος Κοραής έβλεπε την ομιλουμένη της εποχής του ως αφετηρία για τη διαμόρφωση μιας εθνικής γλώσσας με την προϋπόθεση όμως η γλώσσα αυτή να καθαροποιηθεί.     
        Η κάθαρση αυτή δεν περιοριζόταν μόνο στην απόρριψη των τούρκικων δανείων και των πιο ανώμαλων διαλεκτικών χαρακτηριστικών αλλά επεκτεινόταν και στο επίπεδο της φωνολογίας, της μορφολογίας και της σύνταξης.
        Τέλος, μια τρίτη ομάδα, επεδίωκε να κάνει εθνική γλώσσα τη γλώσσα των κοινών ανθρώπων. Αυτή η κατάσταση επικρατούσε στις παραμονές της εξέγερσης του 1821, που είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός ελληνικού κράτους. Κατά τη διάρκεια της επανάστασης έγιναν μεγάλες μετακινήσεις πληθυσμού κυρίως στην Πελοπόννησο, όπου το 1828 εγκαθιδρύθηκε μια προσωρινή διοίκηση, γύρω από την οποία συγκεντρώθηκαν μετανάστες από πολλά μέρη της Ελλάδας. Εκεί και σ΄εκείνα τα χρόνια διαμορφώθηκε μια νέα κοινή γλώσσα, βασισμένη στις πελοποννησιακές διαλέκτους αλλά με πολλά χαρακτηριστικά των Ιονίων νησιών.
       Τα Ελληνικά της Πελοποννήσου, απαλλαγμένα από τις ριζικές φωνητικές αλλοιώσεις που χαρακτηρίζουν τα βόρεια ιδιώματα, τα αρχαϊστικά στοιχεία της κρητικής ή της κυπριακής διαλέκτου ήταν κατάλληλα για να αποτελέσουν τη βάση μιας εθνικής γλώσσας καθώς γίνονταν εύκολα αντιληπτά από όλους τους Έλληνες και ήταν αρκετά κοντά στη γλώσσα της όψιμης βυζαντινής και μεταβυζαντινής δημώδους λογοτεχνίας και μπορούσαν να γίνουν αποδεκτά από όλους ως κοινή γλώσσα.
       Έτσι, όταν το 1833 η Αθήνα έγινε πρωτεύουσα του νεοσυσταθέντος κράτους, η πελοποννησιακή κοινή έγινε η γλώσσα επικοινωνίας μεταξύ των νέων πολιτών που συνέρρεαν εκεί από όλα τα μέρη της Ελλάδας. Το αθηναϊκό ιδίωμα που ανήκε σε μια μάλλον αρχαϊκή ομάδα αντικαταστάθηκε πολύ γρήγορα από την κοινή ομιλουμένη.
       Η μορφή όμως αυτή της γλώσσας δεν έγινε εθνική λόγω της αντίδρασης συντηρητικών ιδεών που έκλιναν προς τον αρχαϊσμό. Το συντηρητικό αυτό ρεύμα επηρέασε σε πολύ μεγάλο βαθμό την περαιτέρω εξέλιξη της Ελληνικής. Οι ιδέες του Κοραή για την κάθαρση της γλώσσας έφτασαν σε υπερβολικές ακρότητες. Η ποίηση εξακολούθησε να γράφεται κυρίως στη δημοτική. Τα Ιόνια νησιά όπου ζούσε κι έγραφε ο Δ. Σολωμός δεν αποτελούσαν μέρος του βασιλείου της Ελλάδας κι έτσι δεν επηρεάστηκαν ιδιαίτερα από τις γλωσσικές τάσεις που εξαπλώνονταν από την Αθήνα.
        Η καθαρεύουσα δημιουργήθηκε στο δεύτερο τέταρτο του 19ου αι. με τον προοδευτικό καθαρισμό της δημοτικής και την εισαγωγή όλο και περισσότερων στοιχείων από τη λόγια γλώσσα, αναμειγνύει παλιά και νέα στοιχεία, υπερβάλλει στη χρήση αρχαϊσμών και υπερδιορθωμένων τύπων. Όχι μόνο δάνειες λέξεις αντικαταστάθηκαν από λέξεις ελληνικής παραγωγής, αλλά και ελληνικές λέξεις αντικαταστάθηκαν επίσης από αυτό που θεωρήθηκε ως το κλασικό ισοδύναμό τους: το χαμογελώ έγινε μειδιώ, τα εμείς και εσείς έγιναν αντίστοιχα ημείς και υμείς που είναι ομόφωνα.
         Λέξεις της δημοτικής που θεωρούνταν χυδαίες αντικαταστάθηκαν από νέες ψευδοαρχαϊκές λέξεις που πλάστηκαν τεχνητά με στοιχεία της αρχαίας Ελληνικής: το τσακιστήρι έγινε καρυοθραύστης, καρυοκλάστης ή καρυοκατάκτης, το τυφλοσόκακο έγινε αδιέξοδον, η πατάτα έγινε γεώμηλον και ούτω καθεξής.
       Η γλώσσα αυτή χρησιμοποιούνταν στη διοίκηση και την εκπαίδευση, τη δημοσιογραφία και στη δημόσια ζωή και στην πλειοψηφία των γραπτών σε πεζό λόγο, λογοτεχνικό ή επιστημονικό μέχρι το τέλος του 19ου αιώνα.
     Ο Γιάννης Ψυχάρης, θερμός υποστηρικτής της δημοτικής, προσπάθησε να σταματήσει τη χρήση της καθαρεύουσας και να κάνει μια κωδικοποιημένη και συστηματική δημοτική τη μόνη εθνική γλώσσα, για τον εμπλουτισμό της οποίας έπρεπε να εισαχθούν στοιχεία από τη λόγια και την καθαρεύουσα, αλλά χωρίς εξαίρεση έπρεπε να προσαρμοστούν στα μορφολογικά και φωνολογικά σχήματα της δημοτικής.
       Το 1888 δημοσιεύτηκε το διήγημά του «Το ταξίδι μου», που ήταν το πρώτο σοβαρό πεζό κείμενο της λογοτεχνίας στη δημοτική. Στην προσπάθειά του να δημιουργήσει μια κωδικοποιημένη δημοτική με αυστηρούς κανόνες, ο Ψυχάρης συχνά αγνόησε την ύπαρξη διπλών τύπων στο ελληνικό λεξιλόγιο, π. χ. δουλεία και δουλειά, στοιχείο και στοιχειό, εργαλείο και αργαλειό, χωρίο και χωριό κλπ. Όπως οι καθαρολόγοι υποστηρικτές της καθαρεύουσας επινόησαν ψευδοαρχαϊσμούς έτσι και ο Ψυχάρης επινόησε ψευδοδημοτικισμούς όπως π. χ. περικεφαλιά αντί περικεφαλαία.
      Προσπαθώντας να βάλει τάξη στην αταξία που επικρατούσε επιχείρησε να επιβάλει τύπους ανύπαρκτους με μόνο γνώμονα την ομοιομορφία των γλωσσικών παραδειγμάτων, έτσι πλάστηκαν οι γνωστοί ψυχαρισμοί ή μαλλιαρισμοί: κατά το φρεσκάδα πλάστηκε η κλασσικάδα, κατά το λεγάμενος πλάστηκε το περιεχάμενος, κατά το μελλούμενα πλάστηκε το παρούμενα, κατά τα δέντρο και νερό πλάστηκαν τα μέλλο και φωνήεντο.
       Τις ακραίες θέσεις του Ψυχάρη τροποποίησε ο Μανόλης Τριανταφυλλίδης στη «Γραμματική της δημοτικής», στην οποία, λαμβάνοντας υπόψη τη γλωσσική πραγματικότητα της εποχής του, συμπεριέλαβε στοιχεία μορφολογικά και φωνολογικά σχήματα και λεξιλογικά στοιχεία που απέρριπτε ο Ψυχάρης.
       Παρόλο που οι ιδέες του Τριανταφυλλίδη ήταν πιο προοδευτικές από εκείνες του Ψυχάρη, η «Γραμματική της δημοτικής» δεν είναι απαλλαγμένη από τεχνητές ρυθμίσεις της γλώσσας. Η γραμματική του δεν απεικόνιζε πιστά την πραγματική εικόνα της γλώσσας, ήταν όμως ένα αποφασιστικό βήμα προς τη λύση του γλωσσικού ζητήματος.
      Από τον ανταγωνισμό των δύο αντίθετων γλωσσικών ρευμάτων, του καθαρευουσιανισμού και του δημοτικισμού προέκυψε μια νέα γλωσσική μορφή. Υποστηρικτής αυτής της μορφής ήταν ο γλωσσολόγος και εκπαιδευτικός Αχιλλέας Τζάρτζανος. Η γλωσσική αυτή μορφή προέκυψε σταδιακά κι αβίαστα από τη συνάντηση δημοτικής και καθαρεύουσας. Είναι περισσότερο γνωστή και ως μεικτή και δημιουργήθηκε σιγά σιγά και ασυναίσθητα στα στόματα των Ελλήνων που επί χρόνια μάθαιναν και χρησιμοποιούσαν παράλληλα τις δύο καθιερωμένες γλωσσικές μορφές (δημοτική και καθαρεύουσα).
         Βασισμένη στο υλικό της μητροδίδακτης δημοτικής και χρησιμοποιώντας τον πλούτο της καθαρεύουσας, συνθέτοντας συστατικά στοιχεία και συστήματα των δύο μορφών σε όλα τα γλωσσικά επίπεδα, προέκυψε οργανικά και αβίαστα μια νέα γλωσσική μορφή, διαφορετική από τα επιμέρους στοιχεία που την αποτελούν, η Νεοελληνική Κοινή.

Λεξιλόγιο

       Το λεξιλόγιο της Νεοελληνικής προέρχεται από λέξεις κληρονομημένες, από το λεξιλόγιο της δημοτικής, εμπλουτίζεται από υπάρχοντα στοιχεία της καθαρεύουσας και από νεολογισμούς πλασμένους από τον τεράστιο θησαυρό όλης της Ελληνικής γλώσσας.
          Η Νέα Ελληνική έχει την ελευθερία επιλογής μεταξύ των μοντέλων παραγωγής και σύνθεσης της αρχαίας και της δημοτικής, κινείται ελεύθερα μεταξύ μορφολογικών και φωνολογικών τύπων της δημοτικής και της καθαρεύουσας χωρίς να χάνει τη συνοχή της ως ενιαίο σύστημα.
         Έτσι μπορεί να αναπτυχθεί μια σημασιολογική διάκριση ανάμεσα στον τύπο της καθαρεύουσας και της δημοτικής π. χ. δουλεία και δουλειά, ακριβώς και ακριβά. Οι νέες ιδέες εκφράζονται είτε με μεταφραστικά είτε με απλά δάνεια.
        Η καθαρεύουσα προτιμά τα μεταφραστικά δάνεια ενώ η δημοτική τα απλά. Μεταφραστικά δάνεια από την καθαρεύουσα είναι π.χ. παρεμβατισμός (interventionism), αεριωθούμενον αεροπλάνον (jet aircraft), διαστημόπλοιον (space-ship).
        Αυτά τα στοιχεία μπορούν να υιοθετηθούν από τη Νεοελληνική κοινή και να γίνουν αναπόσπαστο μέρος της. Τα δάνεια στη δημοτική είτε μένουν άκλιτα (ασανσέρ) είτε προσαρμόζονται στην ελληνική μορφολογία (στοπάρω, στοπάρισμα). Όταν τα δάνεια βρίσκονται σε συχνή χρήση υπάρχει η τάση να περνούν από την πρώτη κατηγορία στη δεύτερη, δηλαδή να προσαρμόζονται στην ελληνική μορφολογία.
        Σε πιο εξειδικευμένους τομείς της επιστήμης υπάρχει μια τάση εξεύρεσης ισοδύναμων για τα ξένα δάνεια από την καθαρεύουσα, τα οποία όμως σπάνια μπαίνουν σε κοινή χρήση. Το ασανσέρ της δημοτικής ισοδυναμεί με το ανυψωτής ή ανελκυστήρ της καθαρεύουσας που όμως δεν χρησιμοποιούνται ευρέως στην ομιλία παρά μόνο σε αυστηρά τεχνικό λόγο.
         Η επιβίωση των δανείων εξαρτάται πολλές φορές και από εξωγλωσσικούς παράγοντες. Η λέξη υπαρξισμός αντικατέστησε τον όρο εξιστενσιαλισμός αλλά ταυτόχρονα ο όρος σοσιαλισμός αντικατέστησε το μεταφραστικό δάνειο κοινωνισμός που προϋπήρχε.
         Παρόλη την προσπάθεια καθαρισμού της γλώσσας κυρίως από τα τουρκικά δάνεια αρκετές λέξεις επιβιώνουν μέχρι τις μέρες μας. Στην ορολογία των φαγητών υπάρχουν πολλές λέξεις τουρκικής και γαλλικής προέλευσης, στην ορολογία των παλαιότερων επαγγελμάτων επιβιώνουν αρκετές τουρκικές και ιταλικές λέξεις.
        Με την ανάπτυξη της τεχνολογίας και της διαφήμισης τα τελευταία χρόνια παρατηρείται αύξηση των δανείων από την αγγλική γλώσσα, ως επί το πλείστον στον τομέα των ηλεκτρονικών υπολογιστών: ίντερνετ, με το παράλληλο μεταφραστικό δάνειο διαδίκτυο, κομπιούτερ, σκανάρισμα (σάρωση) κλπ.
         Μια άλλη πηγή εμπλουτισμού του λεξιλογίου της Νεοελληνικής είναι οι διεθνείς τεχνικοί και επιστημονικοί όροι, σχηματισμένοι από ελληνικές ρίζες που αφομοιώνονται εύκολα από τα Ελληνικά (κοσμοναύτης, αστροναύτης). Για να γίνουν όμως αποδεκτές από τα Ελληνικά πρέπει να προσαρμόζονται στους ελληνικούς κανόνες παραγωγής και σύνθεσης, έτσι ο διεθνής όρος telegram μετατράπηκε στα Ελληνικά σε τηλεγράφημα.

ΤΣΑΚΩΝΙΚΗ ΔΙΑΛΕΚΤΟΣ

       Η Τσακωνική διάλεκτος είναι ελληνογενής διαλεκτική ομάδα που μιλιέται στην περιοχή της νότιας Κυνουρίας της Αρκαδίας. Από την αρχαιότητα έως το 1912 η περιοχή της νότιας Κυνουρίας ανήκε στην αρχαία Σπάρτη και το νομό Λακωνίας αντίστοιχα.

Ταξινόμηση

      Η Τσακωνική ανήκει στην υπολειμματική δωρική ζώνη της Νέας Ελληνικής. Προήλθε από τη Δωρική διάλεκτο της Αρχαίας ελληνικής, σε αντίθεση με τη Νέα Ελληνική γλώσσα, η οποία προήλθε από την Ελληνιστική κοινή (κυρίως αττικοϊωνικής συστάσεως).
       Συγκεκριμένα, εικάζεται ότι προήλθε από ευρύτερη δωρική κοινή, η οποία είχε κυριαρχήσει στην Πελοπόννησο μετά τη σύσταση της Αχαϊκής Συμπολιτείας και, ως εκ τούτου, αντιστάθηκε περισσότερο στην Κοινή, ίσως επειδή ομιλείτο σε δυσπρόσιτες περιοχές.
        Ο πρώτος συγγραφέας που αναφέρει την ύπαρξη ιδιαίτερης Τσακωνικής διαλέκτου είναι ο Μάζαρις τον 15ο αιώνα. Θεωρεί τους Τσάκωνες εκβαρβαρισμένους Λάκωνες αλλά οι λίγες λέξεις που αναφέρει ως παράδειγμα δεν είναι τσακωνικές.
      Σύμφωνα με τις πηγές, η Τσακωνική ομιλείτο στο παρελθόν από διαλεκτόφωνους πληθυσμούς αποίκων στις νότιες ακτές του Ελλησπόντου. Το τσακωνικό ιδίωμα της Προποντίδας είχε αρκετές επιδράσεις από τα βόρεια ιδιώματα της Θράκης και, ως εκ τούτου, τοποθετείται πλησιέστερα προς τη Νεοελληνική Κοινή (π.χ. ιδίωμα Προποντίδας νερέ, αλλά ιδίωμα Τσακωνιάς ύο < ύδωρ).
        Αν είχε μεγάλο αριθμό ομιλητών, ισχυρή λογοτεχνική παράδοση και διοικητική αυτονόμηση, η οποία θα οδηγούσε σε αναγνώριση και σχολική διδασκαλία, θα μπορούσε να ταξινομηθεί ως ξεχωριστή ελληνογενής γλώσσα σε αντιδιαστολή προς διαλέκτους όπως η Ποντιακή, η Καππαδοκική και η Κατωιταλική. Το σύγχρονο λεξιλόγιό της έχει επηρεαστεί σε μεγάλο βαθμό από την επίσημη Ελληνική.


Ετυμολογία-Προέλευση του τοπωνυμίου

    Υπάρχουν τρεις βασικές προτάσεις για την ετυμολογική προέλευση του τοπωνυμίου:
  • Τσάκωνες < *Εξω-Λάκωνες, που βασίζεται στην υπόθεση ότι πρόκειται για λαό τής «εξωτερικής Λακωνίας». Οι περισσότεροι ερευνητές δέχονταν αυτή την πρόταση, στηριζόμενοι στην επιχειρηματολογία που ανέπτυξε ο Κ. Άμαντος.Έχει εντούτοις επισημανθεί ότι δεν μαρτυρείται λαός ή τοπωνύμιο *Εξω-Λάκωνες / *Εξω-Λακωνία και ότι η παρουσία των Τσακώνων στην Αρκαδία θα καθιστούσε δύσκολη αυτή την ονομασία. Είναι ακόμη χαρακτηριστικό ότι οι ίδιοι οι ομιλητές δεν χρησιμοποιούσαν για τον εαυτό τους αυτόν τον προσδιορισμό ή τον έμαθαν από εξωτερική επίδραση.
  • Τσάκωνες < τράχων, -ωνος «δυσπρόσιτος και τραχύς τόπος», πρόταση που παρουσίασε ο Χ. Συμεωνίδης (1972). Ωστόσο, η εικαζόμενη τροπή /tr/ > /ts/ είναι φωνητικά δυσχερής και αντιτίθεται στις προϋποθέσεις λειτουργίας τού νεοελληνικού τσιτακισμού.
  • Τσάκονες < διάκονες / διάκονοι, όπως αποκαλούνταν οι βοηθητικοί στρατιώτες με ελαφρύ οπλισμό που είχαν αποσταλεί στην Πελοπόννησο τον 8ο αιώνα. Την άποψη αυτή πρότεινε ο Στ. Καρατζάς (1976) και φαίνεται να έχει ισχυρότερη βάση από τις προηγούμενες.
      Αν ισχύει η τελευταία πρόταση, το εθνωνύμιο θα έπρεπε να γράφεται με -ό-: Τσάκονες, όπως και το αντίστοιχο τοπωνύμιο: Τσακονιά

Γλωσσικά Χαρακτηριστικά

Φωνολογικά Χαρακτηριστικά

  1. Διατήρηση του δωρικού -α- αντί του κοινού -η-, που προήλθε από την ελληνιστική κοινή (π.χ. μάτη < μάτηρ (αντί μήτηρ), αυοά «αυλή», ψαλαφού «ψηλαφώ», κ‘ώλακα «σκώληκας», σάμερε «σήμερα»).
  2. Εκτεταμένος ρωτακισμός, δηλ. τροπή σ > ρ προ φωνήεντος και λ > ρ σε συμφωνικό σύμπλεγμα (π.χ. φρούα «φλούδα», κράμα «κλήμα», γρούσσα «γλώσσα», τσούνερ έσι; «τίνος είσαι;», τšειρ αμέρε «τρεις ημέρες», τσιρ ε’; «ποιος (τις) είναι;»).
  3. Αντιπροσώπευση του κληρονομηθέντος -υ- ως -ου- ή -ιου- (με ημιφωνοποίηση ή τροπή τού προηγούμενου συμφώνου σε ουρανικό), ανάλογα με τον προηγούμενο φθόγγο (π.χ. τουραγνώ «τυραννώ», τρούπα «τρύπα», φουσού «φυσώ», σουργκή «σύρτης», άρουγγα «λάρυγγας», κιουρέ [curé] «τυρί», γιούρε [júre] «γύρος», νιούτ‘α [ɲútha] «νύχτα», χκιούπο [xcúpo] «χτύπος»). Υπάρχουν αρκετές εξαιρέσεις, οι οποίες πιθανώς οφείλονται στην ισχυρή επίδραση της κοινής (π.χ. παναθύρι «παραθύρι»), και μερικές φορές η αντιπροσώπευση δεν είναι σταθερή ή συνεπής ακόμη και για την ίδια λέξη κατά ιδίωμα (π.χ. λιουτέ, λιούκο, λούκο, ούκο «λύκος»).
  4. Τσιτακισμός, δηλ. προστριβοποίηση των ουρανικών κ, τ και του σ σε τσ, συνήθως προ των προσθίων φωνηέντων ε, ι [e, i] (π.χ. τσύφου < κύπτω, τσερέ < ξηρός, τσία < αξίνα, τšούτšουμο < σύσσωμος, τσίπτα < τίποτα, ότσι < ότι, τšινού < κινώ, στšύλε < σκύλος, τšέα < κέλλα).
Ομιλητές

       Η πρώτη μνεία τής διαλέκτου γίνεται το 1668 από τον Τούρκο περιηγητή Εβλιά Τσελεμπή, ο οποίος κατέγραψε λίγες λέξεις. Στην απογραφή του 1907 τα τσακωνικά δηλώθηκαν ως κύρια γλώσσα από 823 άτομα.
      Σύμφωνα με πιο πρόσφατες αναφορές (1981, J. Werner), η Τσακωνική μιλιόταν το 1981 από 300 περίπου άτομα. Υπάρχουν ακόμα αναφορές για 2.000 υπερήλικους ομιλητές, των οποίων οι πρώτοι απόγονοι έχουν μόνο παθητική γνώση τής διαλέκτου. Σήμερα η διάλεκτος είναι υπό εξαφάνιση κατά τον σχετικό κατάλογο της UNESCO.

Γεωγραφική εξάπλωση

      Ο χώρος όπου εντοπίζεται σήμερα η γλώσσα είναι κάποια χωριά στην Τσακωνιά στις πλαγιές του Πάρνωνα στην νότια επαρχία Κυνουρίας του Νομού Αρκαδίας.
      Είναι οι κωμοπόλεις του Λεωνιδίου και του Τυρού, και τα χωριά Μέλανα, Άγιος Ανδρέας, Βασκίνα, Πραστός, Σίταινα και Καστάνιτσα.
Στο παρελθόν τα τσακώνικα ομιλούνταν και σε γειτονικές περιοχές της Λακωνίας, αλλά και σε τσακώνικες αποικίες στη θάλασσα του Μαρμαρά.

Επίσημη κατάσταση της γλώσσας

      Δεν είναι επίσημη γλώσσα καμιάς χώρας ή περιοχής και δεν διδάσκεται. Ωστόσο, μέχρι το 1997 η διάλεκτος διδασκόταν από ντόπιους καθηγητές στο γυμνάσιο του Τυρού.
      Από το σχολικό έτος 2011-2012 (και για πέμπτο συνεχόμενο το 2015-2016) οι μαθητές του Γυμνασίου Τυρού συμμετέχουν στα πλαίσια πολιτιστικού προγράμματος (Πρόγραμμα Συνεργαζομένων Σχολείων με την UNESCO - ASP net ) για τη διάσωση της τσακώνικης διαλέκτου. Στον Τυρό ομιλείται ακόμη από νέους.
       Η Ακαδημία Αθηνών  έχει κατά καιρούς οργανώσει διαλεκτολογικές αποστολές στην περιοχή, προκειμένου να αποθησαυρίσει τον λεξιλογικό πλούτο, σωζόμενο ακόμη σε ορισμένους ηλικιωμένους ομιλητές.
       Παρόμοιες διαλεκτολογικές εργασίες ανατίθενται επίσης σε προπτυχιακό και μεταπτυχιακό επίπεδο από ελληνικά πανεπιστήμια.

Γραφή

       Δεν υπάρχει επίσημη γραφή. Σε βιβλία γλωσσικών, λαογραφικών και άλλων μελετών η διάλεκτος αποδίδεται με το Ελληνικό αλφάβητο, συνοδευόμενη από την προσθήκη κάποιων απαραίτητων διακριτικών για πιο πιστή απόδοση της προφοράς της. Μία από τις γραφές που χρησιμοποιούνται είναι αυτή που προτάθηκε από τον καθηγητή Αθανάσιο Κωστάκη.


    Η γραφή αυτή φαίνεται στον παρακάτω πίνακα:


  Η αναπαράσταση των ήχων της Τσακωνικής
γραφή με διπλά γράμματακατά Αθ. ΚωστάκηIPA
σχσ^ʃ (š)
τσχσ^ʨ
ρζρζrʒ (rž)
τθτ^th
κχκ^kh
πφπ^ph
τζ(Κ) τˇζ- τζ & τρˇζ – τρζ
(Λ) τˇζ- τζ
(K) tz, trz
(L) tz ʤ (dj ̌)
ννν^ñ
λλλ̣̃l
*Σημείωση: Το (K) αναφέρεται στη βόρεια διάλεκτο της γλώσσας και το (Λ) στη νότια, της περιοχής του Λεωνιδίου και του Τυρού.




"Πάτερ ημών" στα τσακωνικα.


ΛΑΤΙΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ


    Τα λατινικά είναι η γλώσσα που ομιλούνταν αρχικά στην περιοχή γύρω από τη Ρώμη, το λεγόμενο Λάτιο.
     Έγινε πολύ σημαντική ως επίσημη γλώσσα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Όλες οι ρομανικές γλώσσες (γνωστές και ως λατινογενείς) προέρχονται από τα λατινικά και πολλές λατινικές λέξεις υπάρχουν στις σύγχρονες γλώσσες όπως τα αγγλικά.
      Η λατινική γλώσσα ανήκει στον ιταλικό κλάδο των ινδοευρωπαϊκών γλωσσών. Είναι συγγενής της αρχαίας ελληνικής στη μορφολογία και τη δομή γενικότερα.
      Αποτελούσε αρχικά το γλωσσικό ιδίωμα μιας περιοχής που εκτεινόταν από τον κάτω ρου του Τίβερη έως το σημερινό Μόντε Αλμπάνο. Με τον καιρό έγινε η γλώσσα των κατοίκων της Ρώμης και σιγά-σιγά κάλυψε ολόκληρη την επαρχία του Λατίου (Λατ. Latium, ιταλ. Lazio), οπότε πήρε το όνομα λατινική. Στη συνέχεια, επεκτάθηκε έξω από το Λάτιο, έσβησε τις γειτονικές διαλέκτους που λίγο διέφεραν από εκείνη (σαβινική και μαρσική διάλεκτος), υπερίσχυσε της οσκικής γλώσσας, έσβησε την ουμβρική και, στα χρόνια του Χριστού, τη βενετική.
      Τέλος απορρόφησε τη μη ινδοευρωπαϊκή Ετρουσκική γλώσσα, την κελτική γλώσσα της κοιλάδας του Πάδου και της εντεύθεν των Άλπεων Γαλατίας (Gallia Cisalpina), καθώς και τη μεσσαπική.

Λαϊκή Λατινική Γλώσσα



      Η Λαϊκή ή Δημώδης Λατινική (λατ. sermo vulgaris) είναι ένας όρος-ομπρέλα, ο οποίος καλύπτει τις διαλέκτους τής λατινικής γλώσσας που ομιλούνταν κυρίως στις δυτικές επαρχίες τής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, μέχρις ότου αυτές οι διάλεκτοι, αποκλίνοντας ακόμη περισσότερο, εξελίχθηκαν στις πρώιμες ρομανικές γλώσσες κατά τον 9ο αιώνα.
       Η ομιλουμένη Λατινική διέφερε από τη λογοτεχνική κλασική Λατινική στην προφορά, το λεξιλόγιο και τη γραμματική. Κάποια χαρακτηριστικά της δημώδους Λατινικής δεν εμφανίστηκαν παρά στην ύστερη Αυτοκρατορία. Άλλα χαρακτηριστικά της υπήρχαν πιθανόν στην ομιλουμένη Λατινική, τουλάχιστον στις πρωτογενείς μορφές τους, πολύ νωρίτερα.
        Οι περισσότεροι ορισμοί της δημώδους Λατινικής την παρουσιάζουν ως προφορική παρά ως γραπτή γλώσσα, επειδή οι μαρτυρίες οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η ομιλουμένη Λατινική διασπάστηκε σε αποκλίνουσες διαλέκτους αυτή την περίοδο.
       Επειδή κανείς τότε δεν μετέγραψε φωνητικά την καθημερινή ομιλία των Λατίνων, οι μελετητές της λαϊκής Λατινικής πρέπει να χρησιμοποιούν έμμεσες μεθόδους.
       Η γνώση μας για τη δημώδη Λατινική προέρχεται από τρεις κύριες πηγές:
  • Πρώτον, η συγκριτικη μέθοδος μπορεί να επανασυνθέσει τις υποκείμενες μορφές των μαρτυρημένων ρομανικών γλωσσών και να επισημάνει τη διαφορά τους από την κλασική Λατινική.
  • Δεύτερον, διάφορα κείμενα ρυθμιστικών γραμματικών της υστερολατινικής περιόδου καταδικάζουν γλωσσικά σφάλματα που πιθανόν διέπρατταν οι ομιλητές, παρέχοντάς μας ενόραση ως προς τον τρόπο με τον οποίο οι ομιλητές τής Λατινικής χρησιμοποιούσαν τη γλώσσα τους.
  • Τρίτον, οι σολοικισμοί και οι μη κλασικές χρήσεις, που απαντούν ενίοτε στα υστερολατινικά κείμενα, ρίχνουν επίσης φως στην ομιλουμένη γλώσσα.
  • Τέταρτον, ορισμένα γλωσσάρια, γραμμένα κυρίως για να καταδείξουν τη διαφορά σημασίας μεταξύ των λέξεων, καταδεικνύουν πόσο απείχε η δημώδης από την κλασική Λατινική.

Προσδιορισμός της δημώδους Λατινικής

    Ο όρος vulgaris σημαίνει απλώς «κοινή» ή «λαϊκή» (γλώσσα), ο δε όρος δημώδης Λατινική χρησιμοποιείται από τους μελετητές με ποικιλία σημασιών.
  1. Δηλώνει την ομιλουμένη Λατινική της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Η κλασική Λατινική υπήρξε εξ αρχής μάλλον τεχνητή γραπτή γλώσσα και, στην πραγματικότητα, η Λατινική που έφεραν οι Ρωμαίοι στρατιώτες στις επαρχίες της Γαλατίας, της Ιβηρίας ή της Δακίας δεν ήταν απαραιτήτως η γλώσσα του Κικέρωνος. Με πιο αυστηρή διάκριση, η δημώδης Λατινική ήταν ομιλουμένη γλώσσα, ενώ η Υστερολατινική αποτελούσε γραφομένη γλώσσα, η οποία σε γενικές γραμμές παρουσίαζε ελαφρά διαφοροποίηση από τα προηγούμενα «κλασικά» πρότυπα.
  2. Δηλώνει τον υποθετικό πρόγονο των Ρομανικών γλωσσών (Πρωτορομανική). Η συγκεκριμένη γλώσσα δεν είναι γνωστή με άμεσες μαρτυρίες, παρά μόνο διαμέσου μερικών εγχάρακτων επιγραφών. Η Λατινική υπέστη αξιοσημείωτες φωνητικές μεταβολές, τις οποίες είναι δυνατόν να επανασυνθέσουμε βάσει των αλλαγών που εμφανίζουν οι απόγονοί της, οι Ρομανικές λαϊκές γλώσσες.
  3. Με στενότερη έννοια, ο όρος Δημώδης Λατινική αποδίδεται ενίοτε στην υποθετική Πρωτορομανική γλώσσα, από την οποία προήλθαν οι Δυτικές Ρομανικές γλώσσες· τέτοιες νοούνται όσες βρίσκονται βορειοδυτικά της γραμμής La Spezia – Rimini: Γαλλία, Ιβηρική χερσόνησος, καθώς και η ανεπαρκώς μαρτυρημένη ρομανική γλώσσα της ΒΔ. Αφρικής. Κατά την υπόθεση αυτή, η ΝΑ. Ιταλική, η Ρουμανική και η Δαλματική αναπτύχθηκαν χωριστά.
  4. Ο όρος χρησιμοποιείται μερικές φορές για να δηλώσει τους μορφολογικούς νεωτερισμούς μερικών υστερολατινικών κειμένων, όπως η Peregrinatio Aetheriae (4ος αι., αφήγηση μιας μοναχής σχετικά με το ταξίδι της στην Παλαιστίνη και στο Όρος Σινά), τα έργα του Γρηγορίου της Τουρ. Επειδή οι κειμενικές μαρτυρίες τύπων της δημώδους Λατινικής είναι σπάνιες, τα έργα αυτά είναι πολύτιμα για τους φιλολόγους, κυρίως διότι η σποραδική παρουσία ποικιλιών ή λαθών στην ορθογραφία παρέχουν ενδείξεις για την ομιλούμενη γλώσσα της περιόδου στην οποία ανήκουν.
        Έργα της κλασικής λατινικής περιόδου, που όμως είναι γραμμένα σε μη υψηλού ύφους γλώσσα, αποκαλύπτουν επίσης κάποιες πλευρές το κόσμου της δημώδους Λατινικής.
      Τα έργα του Πλαύτου και του Τερεντίου, κωμωδίες με χαρακτήρες δούλους, διατηρούν ορισμένα πρωτογενή χαρακτηριστικά της υστερολατινικής γλώσσας, όπως συμβαίνει επίσης με τα λόγια των απελευθέρων στο απόσπασμα Cena Trimalchionis από το μυθιστόρημα Satyricon του Πετρωνίου.
         Η δημώδης Λατινική γνώρισε ανόμοια ανάπτυξη στις διάφορες επαρχίες της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και σταδιακά εξελίχθηκε στις γλώσσες που είναι σήμερα γνωστές ως Γαλλική, Ιταλική, Ισπανική, Πορτογαλική, Ρουμανική, Καταλανική και Ρομανσική.
        Παρ’ ότι σε όλες αυτές τις περιοχές η Λατινική ήταν η επίσημη γλώσσα, η δημώδης μορφή της αποτελούσε την ομιλούμενη κοινή, μέχρις ότου οι νέες τοπικές μορφές απέκλιναν τόσο από τη Λατινική, ώστε να αποκτήσουν τον χαρακτήρα χωριστής γλώσσας.
        Θεωρείται ότι τον 3ο αιώνα μ.Χ. σημαντικό μέρος του λεξιλογίου υφίστατο αλλαγές (λ.χ. equus → cavallus «άλογο»), πρόσφατες δε μελέτες (που πιθανώς χρειάζονται περαιτέρω επιστημονική τεκμηρίωση) υποδεικνύουν ότι και η προφορά άρχισε επίσης να διαφοροποιείται και να προσομοιάζει, ήδη έκτοτε, στις σύγχρονες κατά τόπους προφορές.Πιθανολογείται ότι η εμφανέστερη επίδραση έγινε αρχικώς αισθητή στην περιοχή της Νάπολης.
       Εντούτοις, οι αλλαγές δεν θα μπορούσαν να είναι ομοιόμορφες σε όλη την επικράτεια της αυτοκρατορίας. Συνεπώς, οι μεγαλύτερες διαφορές θα εντοπίζονταν πιθανότατα σε επί μέρους τύπους της δημώδους Λατινικής σε διαφορετικές περιοχές, πράγμα που εν μέρει οφειλόταν και στην πρόσκτηση νέων «ντόπιων» θεμάτων.
       Παρ’ όλα αυτά, είναι αξιοσημείωτο ότι η εν λόγω θεωρία στηρίζεται ως επί το πλείστον σε εκ των υστέρων επανασύνθεση μάλλον παρά στα κείμενα. Επί αρκετούς αιώνες μετά την πτώση της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, η δημώδης Λατινική εξακολουθούσε να συνυπάρχει με τη γραπτή Υστερολατινική.
         Αυτό συνέβαινε διότι όταν οι ομιλητές κάποιας από τις τοπικές ρομανικές διαλέκτους χρειαζόταν να συντάξουν γραπτό κείμενο και να χρησιμοποιήσουν κατάλληλη γραμματική και ορθογραφία, αυτό που προέκυπτε ήταν μια γλώσσα η οποία συμμορφωνόταν, τουλάχιστον εξωτερικά, προς τους κανόνες της κλασικής Λατινικής.
         Ωστόσο, κατά την Τρίτη Σύνοδο της Τουρ το 813 δόθηκε εντολή στους ιερείς να κηρύττουν στην κοινή γλώσσα, προκειμένου να γίνονται κατανοητοί. Αυτή ήταν είτε η rustica lingua romanica «αγροτική ρομανική γλώσσα», όπως απεκαλείτο η δημώδης Λατινική για να διαχωρίζεται από την αρχαϊκή πλέον εκκλησιαστική Λατινική, είτε η Γερμανική.
        Μέσα σε μία γενεά μετά τη Σύνοδο της Τουρ, συγκεκριμένα το 842, οι Όρκοι του Στρασβούργου(περιέχουν τη συμφωνία μεταξύ δύο διαδόχων του Καρλομάγνου) γράφτηκαν σε μια ρομανική γλώσσα, η οποία προφανώς δεν ήταν η Λατινική.
         Η Υστερολατινική, η οποία εξακολουθούσε να έχει ως κέντρο τη Ρώμη, λογικά αντανακλά αυτές τις προσκτήσεις, αποτυπώνοντας έτσι τις μεταβολές που συνέβαιναν στην περιοχή της, η οποία σε γενικές γραμμές ταυτίζεται με την Ιταλία.
        Η επίσημη Λατινική ήταν τότε «καθηλωμένη», όπως προκύπτει τόσο από την κωδικοποίηση της ρωμαϊκής νομολογίας (υπό τον Ιουστινιανό) όσο και από την εκκλησιαστική γλώσσα. Η γλώσσα αυτή παρουσιάζεται ενοποιημένη στους αντιγραφείς τού μεσαίωνα και έκτοτε σαφώς διαχωρισμένη από τα ήδη ανεξάρτητα λαϊκά ρομανικά ιδιώματα.
      Η γραπτή γλώσσα τής εποχής είναι γνωστή ως Μεσαιωνική Λατινική. Τα λαϊκά ρομανικά ιδιώματα αναγνωρίστηκαν ως ξεχωριστές γλώσσες και άρχισαν να αναπτύσσουν δικό τους κανονιστικό πρότυπο και ορθογραφία. Ο όρος Δημώδης Λατινική παύει να εφαρμόζεται πλέον τόσο στη γραπτή γλώσσα όσο και στα παραπάνω ιδιώματα.




Μετάφραση: Για την αγάπη τού Θεού και για τον λαό των χριστιανών και την κοινή μας σωτηρία, από την ημέρα αυτήν και εξής, όσο ο Θεός μού δίνει σοφία και δύναμη, θα προστατεύω τον αδελφό μου Κάρολο, με βοήθεια ή οτιδήποτε άλλο, όπως ο καθένας οφείλει να προστατεύει τον αδελφό του, ώστε και αυτός να κάνει το ίδιο για εμένα και ποτέ δεν πρόκειται εν γνώσει μου να συνάψω συνθήκη με τον Λοθάριο, η οποία θα έθετε σε κίνδυνο τον αδελφό μου Κάρολο.

ΡΟΜΑΝΤΙΚΕΣ ΓΛΩΣΣΕΣ


         Ρομανικές γλώσσες (επίσης Λατινογενείς ή Νεολατινικές γλώσσες) ονομάζονται οι γλώσσε που είναι απόγονοι της Λατινικής. Οι γλώσσες αυτές πήραν μορφή σταδιακά μετά την αποσύνθεση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και προήλθαν από την ομιλουμένη Λατινική. Ορισμένες λατινογενείς γλώσσες συγκαταλέγονται σε αυτές με τους περισσότερους ομιλητές παγκοσμίως: (Ισπανική, Πορτογαλική, Γαλλική).
        Στις Ρομανικές γλώσσες περιλαμβάνονται όλες οι γλώσσες που προέρχονται από τα Λατινικά, τη γλώσσα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Πάνω από 1.200 εκατομμύρια άνθρωποι ομιλούν σήμερα κάποια ρομανική γλώσσα και αυτοί βρίσκονται κυρίως στην Ευρώπη, την Αμερική και την Αφρική, καθώς και σε διάφορες διάσπαρτες περιοχές ανά την υφήλιο.
         Οι Ρομανικές γλώσσες προέρχονται από τη δημώδη Λατινική, δηλαδή τη γλώσσα που μιλούσαν οι στρατιώτες, οι άποικοι και οι δούλοι της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας . Η δημώδης Λατινική διέφερε σημαντικά από τα κλασικά Λατινικά των λογίων. 
          Μεταξύ του 200 π.Χ. και 100 μ.Χ., η επέκταση της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, συνεπικουρούμενη και από την πολιτική που ακολουθούσε σε θέματα δημόσιας διοίκησης και εκπαίδευσης, είχε ως αποτέλεσμα να γίνει η "δημώδης" Λατινική κυρίαρχη διάλεκτος από την Ιβηρική χερσόνησο έως τις δυτικές ακτές της Μαύρης θάλασσας.
         Κατά τη διάρκεια της παρακμής και της διάσπασης της αυτοκρατορίας, η "δημώδης" λατινική εξελίχθηκε κατά τόπους και ανεξάρτητα. Αυτό είχε ως συνέπεια να εμφανιστούν δεκάδες διακριτές Ρομανικές διάλεκτοι. Οι υπερπόντιες αυτοκρατορίες που ιδρύθηκαν από την Ισπανία, την Πορτογαλία και τη Γαλλία μετά τον 15ο αιώνα διέδωσαν τις ρομανικές γλώσσες και στις άλλες ηπείρους, σε σημείο που τα 2/3 των ομιλούντων ρομανική γλώσσα να βρίσκονται εκτός των τότε ορίων της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.
         Παρά τις πολλαπλές επιρροές που υπήρξαν από παλαιότερες τοπικές διαλέκτους τού υποστρώματος αλλά και από μεταγενέστερες εισβολές λαών με διαφορετική γλώσσα, η φωνολογία, η μορφολογία, το λεξικό και το συντακτικό όλων των ρομανικών γλωσσών προέρχεται κατά κύριο λόγο από τη "δημώδη" Λατινική γλώσσα .

Διαχωρισμός

      Ο διαχωρισμός των Ρομανικών γλωσσών δεν είναι αρκετά σαφής, καθώς υπάρχουν διάφορα πρότυπα διαχωρισμού.

Οι προτεινόμενοι διαχωρισμοί είναι οι εξής:
  • Ιταλοδυτικές - Ανατολικές - Νότιες -- (σύμφωνα με τον οργανισμό Εθνολόγος)
  • Δυτικές - Ανατολικές
  • "Συντηρητικές" - "Καινοτόμες" -- (με την έννοια του κατά πόσο έχουν αλλάξει κατά τη διάρκεια της ιστορίας)

 Σύμφωνα με τον οργανισμό Εθνολόγος, οι Ρομανικές γλώσσες διαιρούνται σε τρεις υποομάδες:
  • τις Νότιες ρομανικές γλώσσες, που περιλαμβάνουν τη Σαρδηνιακή και την Κορσικανική.
  • τις Ιταλοδυτικές γλώσσες, που περιλαμβάνουν την Ιταλική, την Ισπανική, την Πορτογαλική και τη Γαλλική.
  • τις Ανατολικές ρομανικές γλώσσες, που περιλαμβάνουν τη Ρουμανική, τη ΒλάχικηΑρωμουνική) και τη Μογλενίτικη.

Περίοδοι της Λατινικής
—75 π.Χ.   75 π.Χ. – 1ος αι.   2ος – 8ος αι.   9ος – 15ος αι.   15ος – 17ος αι.   17ος αι. – σήμερα
Παλαιά Λατινική    Κλασική Λατινική    Δημώδης Λατινική    Μεσαιωνική Λατινική    Ουμανιστική Λατινική   Νεολατινική





Λατινικό αλφάβητο

Έτσι μάθαιναν λατινικά οι Έλληνες μαθητές στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία.




πηγή πληροφοριών : wiki pedia
πηγή εικόνων: google images
                              wiki pedia



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου