Η πολυτονική γραφή της Ελληνικής γλώσσας ή αλλιώς το πολυτονικό σύστημα γραφής της Ελληνικής γλώσσας, χρησιμοποιεί μια ποικιλία τονικών σημείων, σε αντίθεση με το μονοτονικό σύστημα. Η πολυτονική ορθογραφία χρονολογείται από την Ελληνιστική περίοδο του 4ου αιώνα π.Χ., και βρισκόταν σε επίσημη χρήση στα κράτη της Ελλάδας και Κύπρου και τους δημόσιους οργανισμούς τους έως και το 1982, οπότε και καθιερώθηκε το μονοτονικό σύστημα, το οποίο είναι αρκετά πιο απλό από το πολυτονικό και διατηρεί μόνο δύο κύρια σημεία: την οξεία και τα διαλυτικά.
Η πολυτονική ορθογραφία είναι το πρότυπο σύστημα ορθογραφίας για τα αρχαία και μεσαιωνικά ελληνικά. Οι τόνοι της οξείας ( ´ ), της βαρείας ( ` ), και της περισπωμένης ( ~ ) υποδηλώνουν διαφορετικούς τύπους τονισμού στην προφορά των λέξεων. Το πνεύμα της δασείας ( ῾ ) υποδηλώνει την παρουσία του δασέως φθόγγου /h/ πριν το γράμμα στο οποίο τοποθετείται, ενώ το πνεύμα της ψιλής( ᾿ ) υποδηλώνει την απουσία δασύτητας.
Ο μουσικός τόνος της αρχαίας Ελληνικής έχει αντικατασταθεί στη σύγχρονη Ελληνική γλώσσα από ένα δυναμικό τονισμό, και ο δασύς φθόγγος /h/ έχει εκλείψει, έτσι τα περισσότερα διακριτικά σημεία του πολυτονικού δεν έχουν φωνητική αξία, και απλώς καταδεικνύουν την αρχαία ελληνική φωνολογία.
Η μονοτονική ορθογραφία είναι πλέον το επίσημο σύστημα για τα σύγχρονα Ελληνικά, σε χρήση από το κράτος, τους περισσότερους εκδοτικούς οίκους και ΜΜΕ, και τη δημόσια εκπαίδευση (με εξαίρεση το μάθημα των Αρχαίων Ελληνικών). Περιέχει ένα μόνο τόνο ( ΄ ) για να υποδηλώσει τον τονιζόμενο φθόγγο, και το σύμβολο των διαλυτικών ( ¨ ) για την παρουσία διγθόγγου (π.χ. παϊδάκια όπου το α και ι αποτελούν δίφθογγο /ai/, και παιδάκια όπου το αι /e/ είναι απλό δίψηφο φωνήεν. Ο τόνος και τα διαλυτικά μπορούν επίσης να συνδυαστούν στο ίδιο γράμμα, π.χ. ταΐζω.
ΧΡΟΝΙΚΟ
Το αρχικό Ελληνικό αλφάβητο δεν διέθετε σημεία στίξης, πεζά γράμματα, και ούτε καν κενά σημεία ανάμεσα στις λέξεις. Οι πρώτες μορφές του Ελληνικού αλφαβήτου εμφανίζονται τον 8ο αιώνα π.Χ. (η προγενέστερη Γραμμικής Β' αποτελεί διαφορετικού τύπου σύστημα γραφής της Ελληνικής γλώσσας). Έως το 403 π.Χ. οι διάφορες παραλλαγές του Ελληνικού αλφαβήτου ήταν σε χρήση στις διάφορες πόλεις-κράτη, βασίλεια, και ελληνικής αποικίας.
Από το 403 π.Χ. οι Αθηναίοι αποφάσισαν να χρησιμοποιήσουν τη μορφή του ιωνικού αλφαβήτου. Με τη διάδοση της Ελληνιστικής Κοινής, η οποία αποτελεί μια μετεξέλιξη της Αττικής Διαλέκτου, η ιωνική μορφή του αλφαβήτου επισκίασε τις υπόλοιπες εκδοχές του. Παρόλα αυτά, το ιωνικό αλφάβητο εξακολουθούσε να γράφεται με κεφαλαία γράμματα.
ΠΝΕΥΜΑΤΑ
Το δασύ και το ψιλό πνεύμα άρχισαν να χρησιμοποιούνται κατά την κλασική εποχή, για τη γραφική αναπαράσταση της παρουσίας ή απουσίας του δασέως φθόγγου /h/ της Αττικής διαλέκτου, της οποίας η προηγούμενη μορφή αλφαβήτου που χρησιμοποιούσε είχε το γράμμα Η (Ήτα) για να αναπαριστά το μακρό φωνήεν /e/.
Ο δασύς φθόγγος δηλωνόταν κανονικά (µε το Η) στα κείµενα της αττικής διαλέκτου µέχρι την επισηµοποίηση του ευκλείδειου αλφαβήτου (403 π.Χ.). Τότε το Η χρησιµοποιήθηκε για να δηλώσει αποκλειστικά το μακρό /e/ (η), αφού για ένα διάστηµα δήλωνε συγχρόνως τη δασύτητα (h) και το /ē/ (η), ακόµη και το βραχύ /ĕ/ (ε) (π.χ. ΗΡΑΚΛΗΣ, ΗΕΡΜΕΣ), γεγονός που γεννούσε δυσχέρειες στην ανάγνωση. Η γραφική δυσχέρεια υπερπηδήθηκε στις διαλέκτους της Κ. Ιταλίας µε τη χρήση του ├ για τη δήλωση του δασέως πνεύµατος (├ΗΡΑΚΛΕΙΤΟΣ, ├ΗΜΕΡΑ, ├ΩΡΑΙ).
Το σηµείο αυτό υιοθετήθηκε και από τους αρχαίους γραµµατικούς, που δήλωσαν µε το ├ τον δασύ φθόγγο, όταν άρχισαν να δηλώνουν και τα σηµεία των τόνων. Οπωσδήποτε, γενίκευση της δηλώσεως του δασέος πνεύµατος και της έλλειψής του (του ψιλού µε το ┤) έχουµε – όπως και για τους τόνους – µόλις τον 9ο αι. στο Βυζάντιο.
ΤΟΝΟΙ
Κατά την Ελληνιστική περίοδο τον 3ο αιώνα π.Χ., ο Αριστοφάνης ο Βυζάντιος εισήγαγε και πρωτοχρησιμοποίησε τα πνεύματα και τους τόνους, ακανόνιστα αρχικά, για τη διάκριση κυρίως οµόγραφων τύπων που διαφοροποιούνταν µόνο τονικά ή µε την παρουσία δασέος πνεύµατος (νόµος - νοµός, ποιῆσαι - ποιήσαι, ὅρος - ὄρος, ἣ - ἢ). Με την πάροδο τού χρόνου, όσο υποχωρούσε η διάκριση τής προσωδίας και των τόνων (µε παράλληλη σίγηση τού δασέος πνεύµατος), τα τονικά σηµεία και τα πνεύµατα προσλάµβαναν λειτουργική και διαφοροποιητική σηµασία.
H χρήση των τονικών σημείων άρχισε να διαδίδεται, έως ότου καθιερώθηκε πλήρως στις αρχές του Μεσαίωνα. Δεν ήταν παρά τον 2ο αιώνα μ.Χ. όταν τα πνεύματα και οι τόνοι έκαναν την εμφάνισή τους στα κείμενα των παπύρων. Η ανάγκη για τα συγκεκριμένα τονικά σημεία δημιουργήθηκε από την βαθμιαία απόκλιση μεταξύ προφοράς και γραφής.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΓΡΑΜΜΑΤΗ ΓΡΑΦΗ
Η γραφή με κεφαλαία γράμματα χρησιμοποιούνταν ως τον 8ο αιώνα μ.Χ., όταν και η χρήση των πεζών γραμμάτων επικράτησε.
ΒΑΡΕΙΑ
Έως την Βυζαντινή περίοδο, ο σύγχρονος κανόνας που δηλώνει πως η οξεία μετατρέπεται στην τελευταία συλλαβή σε βαρεία -εκτός και αν προηγείται σημείο στίξης ή εγκλιτική λέξη- είχε πλήρως καθιερωθεί.
Ορισμένοι συγγραφείς έχουν υποστηρίξει πως η βαρεία αρχικά δημιουργήθηκε για να υποδηλώσει την απουσία τόνου, και πως ο σύγχρονος κανόνας είναι κατά την άποψη τους μια καθ'όλα ορθογραφική σύμβαση.
Αρχικά, διάφορες προκλιτικές λέξεις έχαναν τον τόνο τους πριν από μια άλλη λέξη και λάμβαναν τη βαρεία, και αργότερα αυτό γενικεύτηκε σε όλες τις λέξεις με την ίδια ορθογραφία. Άλλοι, θεωρούν πως η βαρεία ήταν γλωσσολογικά γνήσια ηχητική αναπαράσταση και δήλωνε μια τροποποίηση του οξέως τονισμού στο τέλος της λέξης.
ΔΥΝΑΜΙΚΟΣ ΤΟΝΟΣ
Κατά την ύστερη εξέλιξη της ελληνικής γλώσσας ο αρχαίος μουσικός τόνος αντικαταστάθηκε από τον δυναμικό τόνο, καθιστώντας και τα τρία τονικά σημεία ίδια και ουσιαστικά άχρηστα όσον αφορά στην προφορά του λόγου, διότι πλέον η Ελληνική δεν έκανε διάκριση ψηλού, χαμηλού ή αυξομειούμενου τόνου, και παράλληλα εξάλειψε και ο δασύς φθόγγος /h/.
ΑΠΛΟΠΟΙΗΣΗ
Στις αρχές του 20ου αιώνα, και επίσημα κατά την δεκαετία του 1960, η βαρεία αντικαταστάθηκε από την οξεία, και καταργήθηκαν και τα πνεύματα και η υπογεγραμμένη εκτός από τα έντυπα κείμενα.
Οι Έλληνες τυποθέτες της εποχής δεν είχαν τρόπο να εκτυπώσουν την βαρεία και την υπογεγραμμένη, και κατά συνέπεια η χρήση τους εγκαταλείφθηκε όπως και η διδασκαλία τους στα δημόσια σχολεία.
ΑΝΤΙΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΑΠΟ ΤΟ ΜΟΝΟΤΟΝΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
Η μονοτονική ορθογραφία καθιερώθηκε δια νόμου το 1982 στην Ελλάδα και χρησιμοποιεί το σύμβολο της οξείας ως το μόνο τόνο -ή μερικές φορές μια οριζόντια μπάρα- και τα διαλυτικά ως σημείο στίξης παραλείποντας τα πνεύματα.Παράλληλα η ίδια αλλαγή σημειώθηκε την ίδια εποχή και στην Κύπρο, μια και τα σχολικά εγχειρίδια προμηθεύονταν από την Ελλάδα.
Τα κύρια επιχειρήματα υπέρ της κατάργησης ήταν πως το μονοτονικό σύστημα κάνει εύκολη τη μάθηση της γραφής από τους μαθητές, οικονομικότερη την εκτύπωση κειμένων της εποχής από εφημερίδες, περιοδικά και βιβλία, καθώς και πως τα τονικά σημεία του πολυτονικού δεν έχουν πλέον ουσιαστική αξία στη νέα ελληνική γλώσσα.
Η απλοποίηση αυτή δέχτηκε σφοδρές επικρίσεις με βάση το ότι η πολυτονική ορθογραφία εξακολουθεί να έχει αξία προσφέροντας την ικανότητα ανάλυσης και σύνθεσης των λέξεων, καθώς και ένα πολιτιστικό σύνδεσμο με το παρελθόν, ανάμεσα σε άλλα πρακτικά και αισθητικά οφέλη.
ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΧΡΗΣΗ
Η χρήση του πολυτονικού συστήματος δε συνδέεται απαραίτητα και με τη χρήση παλαιότερων μορφών της γλώσσας όπως η καθαρεύουσα και τα αρχαία, και συχνά συναντάται σε κείμενα γραμμένα στη νέα ελληνική γλώσσα ή και τη δημοτική. Διάφοροι ιδιώτες, σύλλογοι, ιδρύματα, και εκδότες, συνεχίζουν την χρήση του πολυτονικού συστήματος -με ή χωρίς τη βαρεία-, αν και μια επίσημη επαναϋιοθέτηση του πολυτονικού συστήματος από το κράτος δε φαίνεται πιθανή, παρόλα αυτά όμως, επιτρέπεται η χρήση του πολυτονικού στον δημόσιο τομέα.
Η Ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδος, καθώς και όσες ορθόδοξες εκκλησίες και πατριαρχεία ανά τον κόσμο χρησιμοποιούν την ελληνική γλώσσα, συνεχίζουν τη χρήση της πολυτονικής ορθογραφίας, καθώς και τη χρήση της ελληνιστικής κοινής -γλώσσα των ευαγγελίων- μορφής της ελληνικής γλώσσας, όπως και η καθημερινή εφημερίδα της Αθήνας, Εστία η οποία κάνει χρήση της καθαρεύουσας. Αν και το πολυτονικό σύστημα δεν χρησιμοποιούνταν στην Αττική διάλεκτο, υπάρχει η άποψη πως τα σύγχρονα ελληνικά, ως συνέχεια των μεσαιωνικών ελληνικών θα πρέπει να συνεχίσουν τις ορθογραφικές συμβάσεις τους.
Μερικά εγχειρίδια μάθησης αρχαίων ελληνικών εξακολουθούν να κάνουν χρήση των πνευμάτων, ενώ κάποια άλλα τα παραλείπουν και διατηρούν μόνο τους τόνους ώστε να απλοποιήσουν τη μάθηση.
ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ
Τα πολυτονικά ελληνικά χρησιμοποιούν πολλά διαφορετικά τονικά σημεία σε διάφορες κατηγορίες. Κατά την εποχή που χρησιμοποιούνταν τα αρχαία ελληνικά, κάθε ένα από αυτά τα σημεία υποδήλωνε μια σημαντική διαφοροποίηση στην προφορά του λόγου.
Η μονοτονική ορθογραφία των σύγχρονων ελληνικών χρησιμοποιεί μόνο δύο σημεία, τον τόνο και τα διαλυτικά, τα οποία μερικές φορές συνδυάζονται. Το αρχικό /h/ δεν προφέρεται πλέον, και έτσι τα πνεύματα της δασείας και της ψιλής δεν χρησιμοποιούνται πλέον. Η διαφοροποίηση της προφοράς ανάλογα με το ποιος από τους τρεις τόνους χρησιμοποιείται έχει επίσης εξαφανιστεί, και το μόνο που απομένει είναι ένας δυναμικός τονισμός. Η υπογεγραμμένη ήταν ένα διακριτικό σημείο το οποίο εφευρέθηκε για να υποδηλώσει ένα ετυμολογικό φωνήεν το οποίο δεν προφερόταν πλέον, έτσι, καταργήθηκε επίσης.
Οξεία | Οξεία, Διαλυτικά | Διαλυτικά |
---|---|---|
Άά Έέ Ήή Ίί Όό Ύύ Ώώ | ΐ ΰ | Ϊϊ Ϋϋ |
Η μεταγραφή των Ελληνικών ονομάτων ακολουθεί την μεταγραφή των Αρχαίων ελληνικών στα Λατινικά. Η σύγχρονη μεταγραφή είναι διαφορετική και δεν διακρίνει πολλά γράμματα και δίφθογγους οι οποίοι έχουν ενοποιηθεί υπό την επίδραση του ιωτακισμού.
ΤΟΝΟΙ
Οι τόνοι τοποθετούνται σε ένα τονισμένο φωνήεν ή στο τελευταίο από τα δύο φωνήεντα ενός διφθόγγου (π.χ. ά στην πρώτη περίπτωση, αλλά αί στην δεύτερη) και στα αρχαία ελληνικά υποδήλωναν τρόπους έντασης του τονισμού. Η ακριβής φύση των τρόπων δεν είναι βέβαιη, αλλά η γενική τους χρήση είναι γνωστή.
Η οξεία — ά — υποδήλωνε υψηλό μουσικό τόνο σε ένα βραχύ φωνήεν ή αυξανόμενο σε ένα μακρό φωνήεν.
Η βαρεία — ὰ — υποδήλωνε κανονικό ή χαμηλό τόνο.
Η βαρεία αρχικά χρησιμοποιούνταν σε όλες τις άτονες συλλαβές, αλλά πλέον αντικαθιστά μόνο την οξεία στο τέλος μια λέξης αν ακολουθεί μια άλλη τονισμένη λέξη χωρίς παύση.
Η περισπωμένη – ᾶ — υποδήλωνε αυξομειούμενο τόνο σε μια συλλαβή. Για να διαχωριστεί από την γωνιώδη Λατινική περισπωμένη, η Ελληνική απεικονίζεται με τη μορφή κυματοειδούς γραμμής ή ανεστραμμένης καμπύλης. Ήταν επίσης γνωστή ως οξύβαρυς, και στην αρχική της μορφή γραφόταν ως ^, από τον συνδυασμό της οξείας και της βαρείας. Εμφανιζόταν μόνο στα μακρά φωνήεντα ή τις διφθόγγους.
Οξεία | Βαρεία |
περισπωμένη
(διαφορετικές μορφές)
|
ΠΝΕΥΜΑΤΑ
Τα πνεύματα γραφόταν πάνω από φωνήεντα ή το ρ.
Η δασεία, ἁ, υποδηλώνει την παρουσία ενός /h/ πριν το φωνήεν. Πριν από σύμφωνα δεν αναγράφεται δασεία με εξαίρεση το ρω στα αρχαία ελληνικά. Για τα δασέα σύμφωνα χρησιμοποιούνταν ξεχωριστά γράμματα (Θ = [tʰ], Φ = [pʰ], Χ = [kʰ]) Το Ρω (Ρ ρ) στην αρχή μια λέξης ήταν πάντα δασύ . Στα λατινικά η μεταγραφή έχει γίνει ως rh.
Το Ύψιλον (Υ υ) στην αρχή μια λέξης προφέρεται επίσης με δασύ τρόπο, επομένως η μεταγραφή έχει γίνει ως hy και όχι ως y.
Η ψιλή — ἀ — υποδήλωνε την απουσία του /h/.
Η παρουσία ενός διπλού Ρω στη μέση μιας λέξης αρχικά γραφόταν με ψιλή στο πρώτο ρω και δασεία στο δεύτερο (π.χ. διάῤῥοια). Στα λατινικά, η γραφή αυτή μεταγράφηκε ως rrh (diarrhoea ή diarrhea).
Δασεία | Ψιλή |
Συνδυασμός με τόνους |
ΚΑΡΩΝΙΔΑ
Η κορωνίδα αναγράφεται πάνω από φωνήεν που προέκυψε ως αποτέλεσμα του φαινομένου της κράσης, συγχώνευσης του τελικού φωνήεντος ή διφθόγγου μιας λέξης με το αρχικό φωνήεν ή την αρχική δίφθογγο της ακόλουθης.
Αρχικά ήταν μια απόστροφος η οποία τοποθετούνταν μετά το φωνήεν, αλλά πλέον τοποθετείται πάνω από το φωνήεν και είναι παρόμοια με την ψιλή. Αντίθετα με την ψιλή, η κορωνίδα εμφανίζεται συχνά στα ενδότερα γράμματα της λέξης: τὰ ἄλλα – τἆλλα, μέντοι ἄν – μεντἄν, ἐγὼ οἷμαι - ἐγᾦμαι, τὰ αὐτά - ταὐτά, καλὸς καί ἀγαθός – καλὸς κἀγαθός.
Όταν όμως η πρώτη από τις λέξεις που συγχωνεύονται είναι τύπος που αποτελείται μόνο από ένα φωνήεν ή μία δίφθογγο με δασεία, τότε στη θέση της κορωνίδας σημειώνεται η δασεία: ὁ ἀνήρ - ἁνήρ, ὁ ἄνθρωπος - ἅνθρωπος, ἅ ἄν - ἅν, οὗ ἕνεκα – οὕνεκα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου