Παρασκευή 1 Ιουλίου 2016

ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ

       Με τον όρο Αρχαία Ελληνική γλώσσα εννοείται μια μορφή της ελληνικής γλώσσας ,που ομιλούνταν κατά τους αρχαϊκούς χρόνους και την κλασσική αρχαιότητα . Στον όρο περιλαμβάνεται συνήθως και η μετακλασική εποχή της ελληνιστικής περιόδου. Ωστόσο, οι μεταλλάξεις της γλώσσας κατά την ελληνιστική περίοδο δικαιολογούν μεθοδολογικά την διακριτή θεώρησή της με τον όρο Ελληνιστική Κοινή. 


      Η μελέτη της ελληνικής γλώσσας μέσα από τις πηγές που επιβιώνουν στην προφορική εκφορά της  γλώσσας και τα γραπτά τεκμήρια ,μας επιτρέπει να διατρέξουμε την εξελικτική πορεία της γλώσσας , να εντοπίσουμε την ενδοευρωπαϊκή της καταγωγή ,τους αρχαϊσμούς ,τα προελληνικά δάνεια και να επισημάνουμε την εμφάνισή της κατά τη μυκηναϊκή εποχή. 
       Οι κύριες φάσεις της εξελικτικής πορείας που περιγράφουν την  πορεία της αρχαίας ελληνικής γλώσσας είναι : 

  1. Αρχαϊκή γλώσσα των μυκηναϊκών χρόνων έτσι όπως καταγράφεται στη συλλαβογραμμική γραφή που οι αρχαιολόγοι ονομάζουν Γραμμική Β'.
  2. Αρχαία ελληνική γλώσσα με την αλφαβητική γραφή και τις διαλέκτους της .
  3. Ελληνιστική Κοινή των ελληνιστικών και ρωμαϊκών χρόνων
  4. Μεσσαιωνική γλώσσα του Βυζαντινού ελληνισμού ,κομβικό σημείο μετουσίωσης της ελληνικής κατά τον 15ο αιώνα.
ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ
         Κατά την προϊστορική περίοδο ,στα μέσα της εποχής του Xαλκού, χρησιμοποιείται στην Κρήτη η πρώτη γραφή που εντοπίζεται στον ελλαδικό χώρο : η μινωϊκή ιερογλυφική γραφή [20ος -17ος π.Χ. αι.].
         Ακολουθεί η Γραμμική Α', η οποία θεωρείται εξέλιξη της ιερογλυφικής ,καθώς φαίνεταινα χρησιμοποιεί συλλαβογράμματα. Και οι δύο αυτές γραφές δεν έχουν αποκρυπτογραφηθεί , κατά πάσα πιθανότητα όμως είναι Πρωτοελληνικές γλώσσες που μιλούσαν όλοι οι κάτοικοι του Αιγαίου.
        Η Γραμμική Β' είναι ένα συλλαβικό σύστημα ,που αποδίδει την πρωϊμότερη και πιο αρχαϊκή φάση της ελληνικής γλώσσας [15ος - 13ος αι. π. Χ.]. Βρίσκεται σε επιγραφές πήλινων πινακιδών , οι οποίες προέρχονται από τα οικονομικά και διοικητικά αρχεία του μυκηναϊκού κόσμου .
ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΑΛΦΑΒΗΤΟ
       Απο την εποχή που εμφανίζεται η μυκηναϊκή συλλαβική γραφή [1200 π.Χ.] , η αρχαιότερη αποδεδειγμένη ελληνική γραφή, ως τα τέλη του 8ου αι. π.Χ., οπότε εμφανίζονται οι πρώτες επιγραφές σε αλφάβητο ,μεσολαβούν πέντε αιώνες χωρίς σχετικά αρχαιολογικά τεκμήρια.
     Το ελληνικό αλφάβητο καινοτομεί ως σύστημα γραφής ,καθώς εισάγει την πλήρη φωνολογική αντιστοιχία των σημείων του:
κάθε γράμμα αντιπροσωπεύει ένα φθόγγο ,φωνήεν ή σύμφωνο.
    Έτσι, με 24 γράμματα και με τους δυνατούς συνδυασμούς τους κωδικοποιούνται οι βασικοί φθόγγοιτης γλώσσας , που παράγουν συλλαβές και σχηματίζουν λέξεις.
    Γνώμη που επικρατείείναι ότι πρότυπο υπήρξε το φοινικικό αλφάβητο στο οποίο πρόσθεσαν τα φωνήεντα και το οποίο πρέπει να γνώρισαν οι Έλληνες , καθώς ταξίδευαν στα τέλη του 9ου αι.π.Χ. στην ανατολική Μεσόγειο. Μέσα στον 7ο αι.π.Χ. ελληνικές πόλεις - κράτη έχουν ήδη διαμορφώσει και χρησιμοποιούν η καθεμιά το δικό της αλφάβητο με κατά τόπους ιδιομορφίες .
    Οι επιγραφές είναι πάντοτε με κεφαλαία,χωρίς κενά διαστήματα ανάμεσα στις λέξεις, χωρίς σημεία στίξης και χωρίς τόνους . Τα αλφάβητα χωρίζονται σε τρείς κύριες κατηγορίες :

  • Νότια [ Κρήτη, Θήρα, Μήλο]
  • Ανατολική [ ακτές Μ.Ασίας, νησιά Ανατολικού Αιγαίου, Μέγαρα, Σικυών, Κόρινθος και αποικίες του]
  • Δυτική [ Θεσσαλία, Λυκρίδα, Εύβοια, Αρκαδία, Λακωνία και οι αποικίες τους ]

Ελληνικό Αλφάβητο 

Φοινικικό Αλφάβητο
Είναι συμφωνογραφικό αλφάβητο με 22 γράμματα , που χρησιμοποιούσαν στη Λίβανο,
στη Παλαιστίνη και την Συρία από τον 11ο εώς τον 5ο αι.π.Χ. στα γραπτά κείμενα της
Φοινικικής, Αραμαϊκής ,Εβραϊκής και άλλων Σημιτικών γλωσσών.
Τα γράμματα του Φοινικικού αλφαβήτου είναι απλοποίηση των αντίστοιχων γραμμάτων
του πρωτοσημιτικού αλφαβήτου, ενώ το παλαιότερο γραπτό δείγμα που έχει βρεθεί είναι μια επιγραφή στη σαρκοφάγο του βασιλιά Αχιράμ της Βύβλου στον σημερινό Λίβανο το 1000 π.Χ.
 Σ'αυτό βασίστηκε το αραμαϊκό , εβραϊκό και το ελληνικό αλφάβητο . Στο αραμαϊκό αλφάβητο πιθανόν βαφτίστηκαν με τη σειρά τους τα αλφάβητα της ινδικής οικογένειας, καθώς και το αραβικό αλφάβητο . Από το ελληνικό αλφάβητο προέρχονται το λατινικό και το
κυριλλικό αλφάβητο.
Σαρκοφάγος του Αχιράμ
ΑΡΧΑΙΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
   Ταξινομούνται σε τρείς ενιαίες ομάδες με γεωγραφικά κριτήρια:
  1. Ανατολική ομάδα με χαρακτηριστικό κορμό την Ιωνική - Αττική διάλεκτο [Ιωνία,Εύβοια,Κυκλάδες,Αττική,Μεθώνη,Πιερίας,Θάσο,Χαλκιδική]
  2. Κεντρική με χαρακτηριστικότερες διαλέκτους την Αρκαδοκυπριακή [Αρκαδία ,Κύπρο] και την Αιολική [ Θεσσαλία ,Βοιωτία,Λέσβος και Αιολία]
  3. Δυτική με κορμό τη Δωρική [ Ήπειρος,Μακεδονία,Δ. Στερεά, Πελοπόννησος,Μήλος, Θήρα , Κρήτη ,Δωδεκάνησα και παράλια Μ.Ασίας]
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΕΙΔΗ
     Στην Ιωνική καλλιεργείται το έπος ,μερικά είδη λυρικής ποίησης [ελεγεία, επίγραμμα,ίαμβος και ιστοριογραφία]
    Στη Δωρική , η χορική ποίηση και αργότερα το ειδύλλιο .
    Στη Αιολική η μελική ποίηση.
    Στην Αττική το δράμα [ τραγωδία και κωμωδία] ,η ρητορική και η φιλοσοφία.
    Οι αρχαίοι ποιητές , ιστορικοί ,ρήτορες ή φιλόσοφοι δεν έγραφαν στη μητρική τους γλώσσα , αλλά στη διάλεκτο που χρησιμοποιείτο κατά παράδοση για το λογοτεχνικό είδος που έγραφαν.
    Η διάλεκτος που χρησιμοποιείτο στις επιγραφές ,είναι επίσημη ,επιμελημένη και προσεκτικά διατυπωμένη γλώσσα με κοινά στοιχεία από το προφορικό ιδίωμα όλων των πόλεων-κρατών μιας ευρύτερης περιοχής [Ιωνίας ,Πελοποννήσου κ.α.].
   Η διάλεκτος των λογοτεχνικών κειμένων δεν αποδίδει τον πραγματικό λόγο. Ήταν μια τεχνητή γλώσσα , κατασκευασμένη με κάποια γενικά χαρακτηριστικά των φυσικών ,ομιλούμενων διαλέκτων.
   Από τον 4ο π.Χ.  αιώνα παρατηρείται η εξάπλωση χρήσης της αττικής διαλέκτου , παράλληλα με την αυξανόμενη πολιτική επιρροή της Αθήνας. Η αττική διάλεκτος κατάφερε εντέλει  να συνδυάσει σε σχετικά υψηλό βαθμό τη φυσικότητα και το δυναμισμό του προφορικού λόγου με την εκφραστικότητα  της ποιοτικής καλλιέργειας.
   Το γεγονός ότι αναγνωρίστηκε ως επίσημη γλώσσα των Μακεδόνων βασιλέων , συντέλεσε αποφασιστικά στην καθιέρωση της ως βάση της Ελληνιστικής Κοινής.
ΈΠΟΣ
      Το έπος εκ του αρχαίου ελληνικού  ρήματος έπω = λέγω , είναι λογοτεχνικό αφηγηματικό είδος του έμμετρου λόγου ,του οποίου το κύριο χαρακτηριστικό είναι ο μεγάλος αριθμός στίχων με θεματολογία μυθολογική ή ιστορική , ηρωϊκή ή διδακτική, πλούσια σε ιδεολογικά και πολιτιστικά στοιχεία.
      Η δε δομή, πλοκή και τεχνική του διανθίζεται συνήθως από πλούσια καλολογικά στοιχεία που το κάνουν ιδιαίτερα δημοφιλές και κλασικό στο χρόνο. Εκ του έπους ορίζεται ομοίως το ιδιαίτερο αυτό είδος της ποίησης ως επική ποίηση.
      Ιδιαίτερα επίσης χαρακτηριστικά του έπους είναι αφενός μεν ο αντικειμενικός χαρακτήρας , δηλαδή χωρίς υποκειμενικές απόψεις του ποιητή και αφετέρου ότι απαγγέλλεται και δεν τραγουδιέται σε αντίθεση με άλλα ποιήματα , λυρικά ή δραματικά.
ΓΕΝΙΚΑ
     Τα έπη διακρίνονται σε πολλά είδη ανάλογα το περιεχόμενο τους. Ο δημιουργός [ποιητής] του έπους καλείται "εποποιός" , η δε θεματολογία του έπους καλείται "εποποιϊα".
     Τα ηρωϊκά έπη , που είναι και τα σημαντικότερα του είδους , κατά κύριο λόγο περιγράφουν θρυλικές πράξεις Θεών , ημίθεων , καθώς και φιλόθεων ηρώων του παρελθόντος , ενώ το θέμα τους είναι συχνότερα μυθολογικό , τις περισσότερες φορές με αλληγορική σημασία.
      Άλλα είδη έπους είναι το "διδακτικό", το " ιστορικό", το " θρησκευτικό", το " βιοσοφικό", που περιλαμβάνει το "φιλοσοφικό" και το "γενεαλογικό" καθώς και το " παρωδικό" με σατυρικό χαρακτήρα. 
   [Το ηρωϊκό έπος ,στο οποίο ανήκουν και τα ομηρικά ποιήματα , η Ιλιάδα και η Οδύσσεια, αφηγείται κατορθώματα ηρώων αλλά και των Θεών , που συχνά συνυπάρχουν με τους ανθρώπους και κατευθύνουν τη δράση τους .
      Τα βασικά γνωρίσματα του ηρωϊκού έπους είναι τα εξής :
  • παρουσιάζει μυθοποιημένα γεγονότα ενός μακρινού παρελθόντος σαν να είναι αληθινά
  • έχει αντικειμενικό χαρακτήρα , εκφράζει όλη την κοινωνία μέσα στην οποία δημιουργείται.]
     Με την ονομασία "Ομηρικά Έπη" φέρονται τα αποδιδώμενα στον Όμηρο ηρωϊκά έπη ,Ιλιάδα και Οδύσσεια , που αποτελούν τα αρχαιότερα που έχουν πλήρως διασωθεί της αρχαίας ελληνικής γραμματείας και κατ'επέκταση της Ευρώπης.
       Αρχαία παρόμοια λογοτεχνικά κείμενα ,φέρονται και από άλλους λαούς όπως π.χ. το Έπος του Γκιλγκαμές , η νεοτέρα όπως του Μπεογούλφ και πιο σύγχρονα όπως η βόρεια Κάλεβαλα, καθώς και άλλα περιστασιακά , μεμονωμένα έργα πιο σύγχρονων συγγραφέων.
      Ο συγγραφέας ενός έπους συχνά δεν είναι γνωστός . Εικάζεται ότι κάποια έπη έχουν γραφτεί συλλογικά από την παράδοση και όχι από έναν άνθρωπο .
ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
       Το έπος αρχικά σήμαινε "λόγος " , όμως από τον 5ο αι.π.Χ. η λέξη χρησιμοποιήθηκε με μια ειδική σημασία ,σήμαινε αφηγηματικό ποίημα σε δακτυλικό εξάμετρο. 
       Τα παλαιότερα από τα αρχαία ελλήνικα έπη είχαν περιεχόμενο μυθολογικό, αργότερα συνετέθησαν έπη και με διδακτικό ,φιλοσοφικό ή άλλο περιεχόμενο.
       Τα μυθολογικά αφηγηματικά ποιήματα αγαπούσαν πολύ οι Έλληνες που εγκαταστάθηκαν στον ελλαδικό χώρο περίπου το 2000 π.Χ. Είμαστε βέβαιοι τουλάχιστον ότι τα μυκηναϊκά χρόνια [17ος -12ος αι.π.Χ.] υπήρχαν τραγουδοποιοί ή αλλιώς αοιδοί που αυτοσχεδίαζαν και τραγουδούσαν τέτοια ποιήματα.
      Η μεγάλη ανάπτυξη της επικής ποίησης στα λεγόμενα " γεωμετρικά χρόνια ",[11ος-8ος αι. π.Χ.] . Όταν τα κέντρα του μυκηναϊκού πολιτισμού παρήκμασαν και οι κάτοικοι αναγκάστηκαν να μεταναστεύσουν και να κατοικήσουν τη Μ. Ασία και τα νησιά έφεραν στους νέους τόπους τα τραγούδια τους.
       Το κύριο γνώρισμα της επικής ποίησης είναι ότι μιλά για ένα μακρινό παρελθόν, το οποίο στα μάτια του ποιητή φάνταζε ανώτερο της δικής του εποχής .
       Τα περισσότερα απ'τα έπη αναφέρονται στην αργοναυτική εκστρατεία [αργοναυτικός κύκλος], στους αγώνες με την κατάκτηση των Θηβών [Θηβαϊκός κύκλος] και κυρίως στον τρωϊκό πόλεμο και όσα συνέβησαν μετά απο'αυτόν . [ τρωϊκός κύκλος].

Ο επικός ποιητής Όμηρος.
Ψάλε μου, θεά την οργή του Αχιλλέα, του γιου του Πηλέα, αυτή την καταραμένη οργή, που προξένεσε στους Αχαιούς αμέτρητες συμφορές κι έστειλε τις ατρόμητες ψυχές πολλών ηρώων στον Άδη, αφήνοντας τα σώματά τους βορά (τροφή) στα σκυλιά και στα όρνεα·αυτό ήταν το θέλημα του Δία από τότε που έπεσε μίσος για πρώτη φορά ανάμεσα στο βασιλιά γιο του Ατρέα και το θεόμορφο Αχιλλέα.
μτφ. Φιλολογική ομάδα Κάκτου
.


«τοὺς δ' ἔλαθ' εἰσελθὼν Πρίαμος μέγας, ἄγχι δ' ἄρα στὰς χερσὶν Ἀχιλλῆος λάβε γούνατα καὶ κύσε χεῖρας δεινὰς ἀνδροφόνους, αἵ οἱ πολέας κτάνον υἷας». Πίνακας του Αλεξάντρ Ιβάνοφ(1824).
   -Ο μέγας Πρίαμος μπήκε χωρίς αυτοί να τον καταλάβουν και αφού στάθηκε κοντά με τα χέρια του έπιασε τα γόνατα του Αχιλλέα και του φίλησε τα χέρια τα φοβερά και ανδροφόνα, τα οποία του είχαν σκοτώσει πολλούς γιους.Ραψωδία Ω (477-479)



Το βάρος της σκηνής μετριάζεται από τα χαμόγελα που προκαλεί ο φόβος του Αστυάνακτα  για το κράνος του πατέρα του, όταν τους λέει αντίο πριν την μάχη με τον Αχιλλέα

Ο Θρήνος του Αχιλλέα για τον Πάτροκλο. Πίνακας του Νικολάϊ Γκαι(1855).

Η Ανδρομάχη θρηνεί πάνω από το νεκρό σώμα του τον Έκτορα

Μακρό-βραχύ-βραχύ «Μνιν ἄειδε, θεά, Πηληιάδεω Ἀχιλῆος»
Δακτυλικός εξάμετρος.






Ανδριάντας γυναικός, προσωποποίηση του έπους της Οδύσσειας. (2ος αιώνας μ.Χ.) Αθήνα, Μουσείο Αρχαίας Αγοράς.

Ο Οδυσσέας και ο Τειρεσίας στον Κάτω Κόσμο. Λεπτομέρεια από ερυθρόμορφο κρατήρα

Παγκόσμιος χάρτης όπως τον αντιλαμβάνονταν οι άνθρωποι στην ομηρική εποχή.

Ο Οδυσσέας και οι Σειρήνες, πίνακας του Léon Belly.
Η πινακίδα με την ιστορία του Κατακλυσμού από το Έπος του Γκιλγκαμές στην ακκαδική γλώσσα.


Πρώτη σελίδα του Μποεγούλφ.

Ο Μποεγούλφ μάχεται με τον δράκο.
Έκδοση του 1835
ΕΛΕΓΕΙΑ
     Στην αρχαιότητα ελεγεία χαρακτηριζόταν κάθε ποίημα που αναπτυσσόταν σε δίστιχα. Πατρίδα της ελεγείας ήταν η αρχαία Ελλάδα.
     Αρχικά ο όρος ελεγεία εκ του έλεγος σήμαινε θρησκευτικά άσμα σε μορφή δίστιχου ποιήματος . Αργότερα σήμαινε εκείνη την Ωδή της οποίας ο πρώτος στίχος ήταν δακτυλικός εξάμετρος [αποτελούμενος από δύο ακατάληκτες τριποδίες] και ο δεύτερος δακτυλικός πεντάμετρος [αποτελούμενος από δύο καταληκτικές τριποδίες ] λεγόμενα "ελεγειακά ποιήματα", καταλήγοντας έτσι και σε χαρακτηρισμό ποιητικού μέτρου. 
    Χαρακτηριστικότερο, κλασικό παράδειγμα  ελεγείας αποτελεί το περίφημο επίγραμμα των πεσόντων Λακεδαιμονίων  στις Θερμοπύλες που συνέγραψε ο Σιμωνίδης ο Κείος.
 Ὦ ξεῖν', ἀγγέλλειν Λακεδαιμονίοις ὅτι τῇδε


κείμεθα, τοῖς κείνων ῥήμασι πειθόμενοι.
Οι ελεγείες εξέφραζαν διάφορα συναισθήματα, από την καθημερινή ζωή των αρχαίων Ελλήνων, έτσι διακρίνονταν, ανάλογα αυτών, σε:
  1. Πολεμικές ελεγείες, που αποτελούσαν και θούρια, όπως π.χ. έγραψαν ο Τυρταίος  και ο Καλλίνος.
  2. Ελεγείες αγάπης, όπως π.χ. έγραψε ο Μίμνερμος 
  3. Ελεγείες λύπης
  4. Ελεγείες διδακτικές, με τις οποίες μεταδίδονταν φιλοσοφικές ιδέες όπως τέτοιες έγραψε ο Ξενοφάνης.
  5. Ελεγείες σοφιστικές, που περιείχαν αποφθέγματα όπως π.χ. έγραψε ο Φωκυλίδης.
  6. Ελεγείες θριαμβικές, όπως π.χ. έγραψαν ο Σόλων και ο Θεόγνις ο Μεγαρεύς με έντονο πολιτικό χαρακτήρα κ.ά.
         Γενικά οι ελεγείες στην αρχαία Ελλάδα απαγγέλονταν με συνοδεία αυλητών. Ελεγείες επίσης συνέγραψαν εκτός των παραπάνω και πολλοί άλλοι όπως οι Αντίμαχος,Αισχύλος,Ίων,οι φιλόσοφοι Ξενοφάνης, Παρμενίδης,Πλάτων,Αριστοτέλης καθώς και Κριτίας ένας από τους τριάκοντα.
         Στην ελληνιστική περίοδος οι ελεγείες αν και διατήρησαν την μορφή τους, εμπλουτίστηκαν έντονα, ιδίως από τους Αλεξανδρινούς ποιητές, με θέματα από την Ελληνική Μυθολογία, χάνοντας έτσι τον παλαιότερο χαρακτήρα τους. Σπουδαίοι ελεγειακοί ποιητές της περιόδου εκείνης ήταν οι: Φιλήτας ο Κώος, Ερμησιάναξ ο Κολοφώνιος,Καλλίμαχος ο Κυρηναίος (που κρίθηκε άριστος πάντων), Αλέξανδρος ο Αιτωλός (σύγχρονος του Καλλιμάχου) καθώς και ο Παρθένιος ο Νικαεύς που υπήρξε και δάσκαλος του Βεργιλίου.
          Στη Ρωμαϊκή περίοδο οι ελεγείες συνεχίστηκαν από εξαίρετους Λατίνους ποιητές οι οποίοι επανέφεραν το είδος αυτό στον αρχικό του χαρακτήρα. Επιφανέστεροι εξ αυτών ήταν οι: Οβίδιος, Τίβουλλος, Κάτυλλος και ο Προπέρτιος.
         Κατά τον Μεσσαίωνα η ελεγεία έχει ήδη λάβει τον χαρακτήρα της έκφρασης του ερωτικού πάθους και περισσότερο της ερωτικής απογοήτευσης. Πολλοί θεωρούν τον μεσαιωνικό θρήνο ως συνέχεια της ελεγείας. Με την εμφάνιση όμως του ουμανισμού που εμπνεόταν από την αρχαία ποίηση, η ελεγεία αρχίζει μια έντονη αρχαιοπρεπή παρουσία με την επιστροφή της στον αρχαίο λυρισμό.
      Έργα σπουδαίων ποιητών αποτελούν σταθμούς της εξέλιξης της ελεγείας στους νεότερους αιώνες, ειδικότερα στη γαλλική και περισσότερο στην αγγλική και γερμανική λογοτεχνία όπου άρχισε να δίνει τη θέση της στο σύγχρονο λυρισμό.
       Στη νεότερη Ελλάδα διαπιστώνεται με έκπληξη η διατήρηση της ελεγείας μέσα στο δημοτικό τραγούδι. Στη νεοελληνική λογοτεχνία - ποίηση, του 19ου και του 20ου αιώνα την ελεγεία εκπροσώπησαν με τα έργα τους οι Διονύσιος Σολωμός, Βαλαωρίτης, Κωστής Παλαμάς, Λάμπρος Πορφύρας, Καρυωτάκης κ.ά. ενώ ο Καβάφης ακολούθησε μάλλον τους απόηχους του ποιητικού αυτού είδους.



ΕΠΙΓΡΑΜΜΑ
      Επίγραμμα αρχικά ήταν μια απλή επιγραφή πάνω σ’ ένα τάφο του ονόματος του νεκρού, της γενιάς του ή και του τόπου του. Δύο-τρεις λέξεις χωρίς (ποιητικό) μέτρο και με πληροφοριακά στοιχεία μόνο. Σιγά-σιγά, όσο η συνήθεια της επιτάφιας επιγραφής διαδιδόταν, άρχισε η έντεχνη διατύπωση και ο εμπλουτισμός των στοιχείων με πληροφορίες για την δράση και τις ανδραγαθίες του νεκρού (ή των νεκρών) και η έκφραση του πόνου που ένιωσαν όσοι τον έχασαν.
       Το επίγραμμα, αν κι έζησε πολύ περισσότερο από το Έπος και το Δράμα, αν κι έφτασε ώς εμάς πιο άρτιο, εκτεταμένο και συστηματοποιημένο από τά άλλα είδη της λυρικής ποίησης, παραμένει ακόμα ένας τόπος άγνωστος στους πολλούς, αν εξαιρέσουμε το « Ω ξειν ΄, αγγελειν Λακεδαιμονίοις...» Η πολύ περιορισμένη σχολική του διδασκαλία και οι μεταφράσεις που κατά καιρούς γίνονται δεν αρκούν για να συνειδητοποιηθεί η αξία του, παρά το ότι ήταν από τις κυριότερες εκφράσεις της ελληνικής ποίησης από τους Αλεξανδρινούς χρόνους  μέχρι την εποχή του Ιουστινιανού.

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΠΙΓΡΑΜΜΑΤΟΣ

     Για το επίγραμμα χρησιμοποιήθηκε το ελεγειακό δίστιχο, δηλ. ένας στίχος σε δακτυλικό (ηρωϊκό) εξάμετρο κι ένας σε δακτυλικό πεντάμετρο. Ο πρώτος, ο στίχος των Ομηρικών επών, μπορούμε γενικά να πούμε ότι ήταν, στα επιτύμβια επιγράμματα, ένα θριαμβικό προανάκρουσμα σχετικά με τις αρετές και τη δόξα του νεκρού. Ο δεύτερος ήταν ο στίχος του θρήνου• με τις τομές που είχε, η φωνή διακοπτόταν έτσι που να δίνεται η εντύπωση του λυγμού.
       Με τον καιρό το επίγραμμα ξέφυγε από τα στενά πλαίσια της αποκλειστικά επιτάφιας επιγραφής. Και κατ’ αρχάς, με την πρόφαση του επιταφίου, γράφτηκαν εκατοντάδες επιγράμματα χωρίς καν να προορίζονται για επιτάφιες επιγραφές• γιατί τα 150 πρώτα επιγράμματα του VII βιβλίου της Παλατινής Ανθολογίας για παράδειγμα, δεν χαράχτηκαν βέβαια πάνω στον τάφο του Ορφέα, του Ομήρου, του Αίαντα και των άλλων. Εξ άλλου, το επίγραμμα έπαψε να είναι αποκλειστικά επιτάφιο• έγινε και ερωτικό, αφιερωματικό, σατυρικό, επιδεικτικό.
       Η αλλαγή με τον καιρό προχώρησε βαθύτερα κι εκτός από την διεύρυνση των θεμάτων άλλαξε κι ο τρόπος έκφρασης. Ο Βάλτερ Κράντς γράφει ότι τα επιγράμματα του Ε΄ π.Χ. αιώνα είναι «αυστηρά επιτάφια που περισσότερο κρύβουν παρά εκφράζουν το συναίσθημα» ενώ «στα επιτάφια επιγράμματα της Ελληνιστικής εποχής χαρακτηριστικό είναι ότι σ’ αυτά η καρδιά του θλιμμένου ανοίγει, η αγάπη προς τον νεκρό ξεχειλίζει ελεύθερα, τα λόγια αναβρύζουν πιο πλούσια». Βλέπουμε λοιπόν ότι στα επιγράμματα του Ε΄ αιώνα (κυρίως του Σιμωνίδη) αλλά και σε πολλά νεώτερα, δεν εκφράζει ο ίδιος ο ποιητής τον πόνο του άμεσα, αλλά τον προκαλεί σ’ αυτούς που τον διαβάζουν με λόγια κατάλληλα διαλεγμένα. Αντίθετα, χαρακτηριστικό των επιγραμμάτων της ελληνιστικής εποχής αλλά και της μετέπειτα είναι η άμεση έκφραση της θλίψης, το ξεχυμένο συναίσθημα• τα επιγράμματα αυτά είναι μοιρολόγια. 
            Η διαφορά που υπάρχει ανάμεσα στα επιγράμματα της κλασσικής και σ’ αυτά της ελληνιστικής περιόδου είναι ανάλογή με την διαφορά που υπάρχει ανάμεσα στην ερμηνεία των υποκριτών του αρχαίου θεάτρου και των συγχρόνων ηθοποιών, ανάμεσα δηλαδή στο παίξιμο με μάσκες και χωρίς μάσκες. Είναι επίσης η διαφορά τους ανάλογη μ’ αυτήν του κλασικισμού από τον ρομαντισμό, ο λόγος, το νόημα, το άριστον μέτρον από τη μια μεριά και η φαντασία, το συναίσθημα, το πάθος από την άλλη. 
       Γενικά στα επιγράμματα της ελληνιστικής περιόδου εμφανίζεται μια κομψότητα και χάρη (κυρίως στα ερωτικά) καθώς και μια έμφαση σε καθημερινά θέματα κι ένα αντιηρωικό κλίμα, αποτέλεσμα της απομάκρυνσης από τα ιδανικά Ομηρικά πρότυπα και τα ένδοξα βιώματα των Περσικών πολέμων (κυρίως στα αναθηματικά για τους φτωχούς δουλευτές που αφιερώνουν τα σύνεργά τους στους θεούς).
         Ακολουθεί μια περίοδος παρακμής. Η έμπνευση φαίνεται νά ’χει στερέψει και οι επιγραμματοποιοί επιδεικνύουν τεχνική στιχοπλόκου και όχι τέχνη ποιητή. Ο Λεωνίδας ο Αλεξανδρεύς γράφει επιγράμματα ισόψηφα (κάθε δίστιχο δίνει το ίδιο άθροισμα αν τα γράμματά του υπολογιστούν σαν -ελληνικοί- αριθμοί) και ο Νικόδημος ο Ηρακλεώτης ανακυκλικά (που διαβάζονται με το ίδιο μέτρο και νόημα κι από το τέλος προς την αρχή).
        Μετά την κάμψη αυτή έρχεται μια εποχή που το επίγραμμα ξαναγεννιέται. Η κύρια προτίμηση αυτήν την περίοδο είναι στα ερωτικά θέματα, χωρίς όμως να λείπουν οι φιλοσοφικές εξάρσεις ακόμα και στον ηδυπαθέστατο αυλικό ποιητή Παύλο Σιλεντιάριο. Κι αυτό παρά την επικράτηση του Χριστιανισμού και το ολοένα επί το βυζαντινότερον διαμορφούμενο περιβάλλον. Υπάρχει πάντως και μια κάποια εκζήτηση αυτή την περίοδο και φανερώνεται μια τόσο επίμονη αναζήτηση της ηδονής που αναρωτιέται κανείς αν αυτή η ηδονή ήταν ο μόνος τρόπος φυγής που απέμεινε τους χρόνους εκείνους σ’ όσους έμεναν πιστοί στο αρχαίο Ελληνικό πνεύμα. Στον Παύλο Σιλεντιάριο τελειώνει η μακρά σειρά των μεγάλων και γνήσιων επιγραμματοποιών που χάρισαν μια νέα μορφήν έκφρασης στο Ελληνικό πνεύμα και το κράτησαν ζωντανό για αιώνες, ενώ οι μεγάλες φωνές του παρελθόντος είχαν σβήσει.
 ΙΑΜΒΟΣ
      Ο Ίαμβος ήταν αρχαίο ελληνικό μέτρο της απαγγελλόμενης και της αδόμενης ποίησης.
      Βασική μονάδα του ιαμβικού μέτρου ήταν ο δισύλλαβος ιαμβικός πους αποτελούμενος από μία βραχεία και μία μακρά συλλαβή. Στην εφαρμογή του μέτρου ακολουθούνταν ο "διπλός ιαμβικός πους", δηλαδή βραχεία μακρά, βραχεία μακρά καλούμενη ιαμβική διποδία.
       Από την επανάληψη της ιαμβικής διποδίας προέκυψαν το "ιαμβικό δίμετρο", ή το "ιαμβικό τρίμετρο", που ήταν και το ευρύτερα διαδεδομένο και σπανιότερα το "ιαμβικό τετράμετρο", τα οποία χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι Έλληνες ποιητές καλούμενοι εξ αυτού και ιαμβογράφοι.
    Περί του ιαμβικού μέτρου αναφορά έχει κάνει ο Αριστοτέλης στο έργο του "Περί ποιητικής".
ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ
        Με τον όρο ιστοριογραφία εννοείται το γραπτό αρχείο όσων είναι γνωστά για τον άνθρωπο  και τις κοινωνίες του παρελθόντος και αφορά στον τρόπο με τον οποίο προσπάθησαν να κατανοήσουν και τα δύο οι ιστορικοί
         Σε έναν εναλλακτικό ορισμό η ιστοριογραφία είναι η συγγραφή της ιστορίας, ιδιαίτερα εκείνη που θεμελιώνεται στην κριτική εξέταση των πηγών και τη σύνθεση επιλεγμένων τμημάτων από αυτές τις πηγές σε μία αφηγηματική συνέχεια που αντέχει στην ακαδημαϊκή δοκιμασία κριτικών μεθόδων
       Οι θεματικές ακόμη και οι ιδεολογικές αναλύσεις αυτών των γραπτών αρχείων παράγουν εξειδικευμένες ιστοριογραφίες, όπως είναι για παράδειγμα η μαρξιστική ιστοριογραφία, η αρχαιοελληνική ιστοριογραφία, η ρωμαϊκή ιστοριογραφία κ.ο.κ.
ΣΥΝΤΟΜΗ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ
ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ
       Η καταγραφή και η ερμηνεία παρελθόντων γεγονότων ξεκίνησε τόσο για τη Δύση όσο και για την Ανατολή μέσω της επανάληψης των μύθων που παραδόθηκαν από προφορικές παραδόσεις. Η επική ποίηση του Ομήρου (περ. 800 ΠΚΕ) ήταν ένα παράδειγμα τέτοιας προφορικής ιστορίας.
      Στην κλασική εποχή της αρχαίας Ελλάδας ο Ηρόδοτος ο «πατέρας» της ελληνικής ιστορίας και ο Θουκυδίδης έγραψαν αφηγήσεις σχετικές με γεγονότα της εποχής τους. Ο Ηρόδοτος με την αφήγηση των περσικών πολέμων και ο Θουκυδίδης με την κλασική μελέτη του πελοποννησιακού πολέμου μεταξύ της πόλης των  Αθηνών και της Σπάρτης. Και οι δύο κατέγραψαν σύγχρονα ή κοντινά σε χρονική απόσταση γεγονότα στηριγμένοι σε αυτόπτες μάρτυρες ή άλλες αξιόπιστες μαρτυρίες. Επικεντρώθηκαν στον πόλεμο, την ιστορία των θεσμών και τον χαρακτήρα των πολιτικών ηγετών για να δημιουργήσουν την εικόνα της αρχαιοελληνικής κοινωνίας σε περιόδους της κρίσης ή μετάβασης.
        Κατά τον 4ο αιώνα ΠΚΕ την ελληνική ιστοριογραφική παράδοση στην ελληνιστική περίοδο συνέχισε ο Ξενοφών , ο Θεόπομπος ο Χίος και ο Έφορος. Στον 2ο ΠΚΕ αιώνα ο ιστορικός Πολύβιος κατέγραψε τη ρωμαϊκή ιστορία, θέμα που επανέλαβε επίσης ο Στράβων ο Γεωγράφος και ο Διονύσιος Αλικαρνασσέας στον επόμενο αιώνα. Στην ίδια περίοδο ο Πλούταρχος βιογράφησε επιφανείς Έλληνες και Ρωμαίους, χρησιμοποιώντας ενίοτε δραματικά στοιχεία και ανέκδοτα υλικά για την απεικόνιση χαρακτήρων και την επίδρασή τους στη δημόσια ζωή.
        Στην Ανατολή και συγκεκριμένα στην Κίνα ο Σίμα Κιάν (περ. 145 – περ. 85 ΠΚΕ) είναι γνωστός ως πατέρας της κινεζικής ιστορίας με το έργο του Σιτζί δηλαδή Αρχεία του Μεγάλου Ιστορικού. Οι ρωμαίοι ιστορικοί όπως ο Πούμπλιος Κορνήλιος Τάκιτος, ο Τίτος Λίβιος και ο Γάιος Σουητόνιος Τρανκουίλος έγραψαν έργα που χρησιμοποιήθηκαν ως πρότυπα από τους μεταγενέστερους ιστοριογράφους του μεσαίωνα  και της αναγέννησης. Στον αραβικό κόσμο ο αλ-Ταμπαρίκ (838 – 923) έγραψε τα Χρονικά, ιστορία του κόσμου από κτίσεώς του έως το 915, ενώ αργότερα ο Ιμπν-Χαλντούν (1332 – 1406) έγραψε το Κιτάμπ αλ-'λμπαρ, δηλαδή το Βιβλίο των Παραδειγμάτων, παράγοντας αφενός μια μείζονα αφήγηση της μουσουλμανικής ιστορίας στη βόρειο Αφρική, αναπτύσσοντας αφετέρου σημαντικές θεωρίες για το ζήτημα της ιστορικής ανάλυσης.
ΜΕΣΑΙΩΝΑΣ,ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΣ,18ος αιώνας
   Στη μεσαιωνική Ευρώπη και το Βυζάντιο οι ιστοριογράφοι είτε ανήκαν στον μορφωμένο κλήρο είτε ήταν λόγιοι και εν γένει έγραψαν χρονικά. Κατά τον 15ο και 16ο αιώνα οι Ιταλοί ιστοριογράφοι Νικολό Μακιαβέλι και Φραντσέσκο Γουικιαρντίνι εισήγαγαν στην ιστοριογραφία την πολιτική ανάλυση. Κατά τον 18ο αιώνα οι θεωρίες του διαφωτισμού εμπότισαν την ιστοριογραφία με μια δόση σκεπτικισμού και ορθολογισμού. Μείζων παραγωγή της ιστοριογραφίας 18ου αιώνα θεωρείται το πολύ γνωστό έργο του Έντουαρντ Γκίμπον. Η Ιστορία της παρακμής και της πτώσης της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.
19ος αιώνας
       Στις αρχές του 19ου αιώνα οι Γερμανοί ιστορικοί Μπάρτολντ Γκεόργκ Νίμπουρ (Barthold Georg Niebuhr) και ο Λέοπολντ φον Ράνκε (Leopold von Ranke) άνοιξαν νέους ορίζοντες στη συγγραφή της ιστορίας. Ο Νίμπουρ φέρεται ως ο πρώτος σύγχρονος ιστορικός που ασχολήθηκε με την ιστοριογραφία με επιστημονικό  τρόπο, αξιολογώντας με κριτικά τους πρώιμους ρωμαϊκούς μύθους, αποδίδοντας παράλληλα μεγαλύτερη σημασία στην ανάπτυξη των θεσμών και σε κοινωνικά χαρακτηριστικά παρά σε άτομα περιστατικά
        Με τη σειρά του, προσπαθώντας να κατανοήσει πώς πραγματικά συνέβησαν τα γεγονότα, ο Ράνκε έθεσε νέα κριτήρια στην ιστορική έρευνα την οποία στήριξε σε κριτικά αξιολογημένες πρωτογενείς πηγές. Παρά το γεγονός ότι το γενικό περίγραμμα παρέμενε στενά εθνικιστικό, η ιστοριογραφική του μέθοδος οδήγησε σε συστηματική συλλογή και ταξινόμηση των πηγών, όπως συνέβη με το Monumenta Germaniae Historicae, 1825 – 1925
         Μία άλλη μορφή «επιστημονικής ιστορίας» αναπτύχθηκε μέσω της θετικιστικής πεποίθησης σε υποκείμενους γενικούς νόμους που διέπουν την ιστορία. Πρωτοπόρος στη συγκεκριμένη ιστοριογραφική άποψη υπήρξε ο γάλλος ιστορικός Ογκίστ Κοντ.
       Έναν τέτοιο νόμο, τον νόμο της αλλαγής μέσω της πάλης των τάξεων, παρουσίασε ο Καρλ Μαρξ στη θεωρία του για τον διαλεκτικό υλισμό. Η εστίαση στις οικονομικές εσωτερικές δομές της κοινωνίας θεμελιώθηκε ως αντίλογος ουσιαστικά στη στενή πολιτική θεώρηση.
ΜΑΡΞΙΣΤΕΣ
        Ο Κάρλ Μάρξ (1818-1883) ήταν ο ιδρυτής και θεμελιωτής του λεγόμενου μαρξισμού. Ο μαρξισμός ήταν κατά κύρια βάση ένα οικονομικό και κοινωνικό κίνημα που επηρέασε και επηρεάζει ακόμα και σήμερα την πολιτική ζωή της οικουμένης. Παρότι ο Μάρξ υπήρξε κυρίως θεωρητικός της οικονομίας, εντούτοις στις οικονομικές του θεωρίες ενσωμάτωσε ιστορικές μελέτες. Αποτέλεσμα ήταν να καθιερώσει και στην ιστοριογραφία σχολή που φέρει το όνομά του. Ο ιστοριογραφικός Μαρξισμός δεν διέφερε σε πολλά σημεία από το ρεύμα των Annales. Το αυστηρά επιστημονικό ύφος ήταν κοινό γνώρισμα, όπως και οι οικονομικές και κοινωνικές πτυχές των απλών ανθρώπων.
           Ο όρος που χαρακτήρισε τον μαρξισμό ήταν ο ιστορικός υλισμός, όρος που χρησιμοποιήθηκε για να περιγράψει τις σχέσεις παραγωγής των ανθρώπων. Οι σχέσεις παραγωγής κατέληξαν να είναι η εμμονή των μαρξιστών ιστορικών. Η αλήθεια είναι ότι σε πολλές περιπτώσεις έβρισκαν αυτές τις σχέσεις να πρωταγωνιστούν π.χ κατά την διάρκεια της φεουδαρχίας, τον 12ο αιώνα στην Γαλλία. Τότε η εντατική χρήση προηγμένων μεθόδων καλλιέργειας της γης προκάλεσε ανακατάταξη στην διαστρωμάτωση του πληθυσμού, ξεχωρίζοντας τους πιο εξελιγμένους καλλιεργητές από τους φτωχότερους, με τους πρώτους να απολαμβάνουν μεγαλύτερα προνόμια από τους φεουδάρχες, σε σχέση με τους δεύτερους. Άλλο παράδειγμα ήταν ότι οι φεουδάρχες επιδοτούσαν τους αγρότες που εκχέρσωναν τη μη καλλιεργήσιμη γη, με αποτέλεσμα και οι φεουδάρχες να μεγαλώνουν το φέουδο τους αλλά και οι καλλιεργητές τα εισοδήματα τους.
    Στον Μαρξισμό η κάθε εποχή χωρίζεται ανάλογα με τις σχέσεις παραγωγής. Έτσι υπάρχουν τρεις περίοδοι: 
  • η αρχαία όπου κυριαρχεί η δουλεία, 
  • η φεουδαρχία και
  •  ο καπιταλισμός.
        Οι τάξεις εντοπίζονται μόνο στον Ευρωπαϊκό χώρο ιδίως η φεουδαρχία. Πολλές φορές οι τάξεις έχουν ασαφή χαρακτηριστικά, οπότε μπορούμε και να τις χωρίσουμε με πολιτικά κριτήρια. Βέβαια η εμμονή των μαρξιστών να αναγάγουν τα πάντα στην πάλη των τάξεων τους, προξένησε πολλά προβλήματα στην επεξήγηση των καθαρά πολιτικών γεγονότων, γι’ αυτό κατέφυγαν, με κάποιες εξαιρέσεις, στη θεωρία ότι οι πολιτικές διαμάχες είναι απόρροια των κοινωνικών αγώνων. 
         Τελικά οι μαρξιστές ιστορικοί δεν κατάφεραν να πάνε μέχρι τέλους την ιστορική πρακτική που ευαγγελίστηκαν. Ειδικά στην Ιστορία του Κουμμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ενωσης, έχουμε σαφή αλλοίωση των χαρακτηριστικών του μαρξισμού. Σε κάθε περίπτωση όμως δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι ο Μάρξ υπήρξε κατά βάση οικονομικός θεωρητικός και μπορεί τα βασικά του έργα να είχαν ιστορικές αναλύσεις, αλλά δεν ήταν ιστορικά.
20ος αιώνας
        Η οικονομική άποψη της ιστοριογραφίας συνεχίστηκε και τον 20ό αιώνα. Η αναλιστική προσέγγιση με πρωτοπόρο το περιοδικό Annales d'histoire economique et sociale και ιδρυτές τους Λυσιέν Φρέβ (Lucien Febvre) και Μάρκ Μπλόχ (Marc Bloch), όπως επίσης και το έργο του Φερνάλ Μπροντέλ (Fernand Braudel), ώθησαν την ιστοριογραφία προς την κατεύθυνση των δομών μέσα στις οποίες δρουν γενικά οι άνθρωποι, έλκοντας το σχετικό αποδεικτικό υλικό από την ψυχολογία και άλλες κοινωνικές επιστήμες.
Η ανάπτυξη των υπολογιστών οι ποσοτικές τεχνικές έγιναν σημαντικές ως αποδεκτικά στοιχεία σε οικονομικό και δημογραφικό επίπεδο για τους ιστοριογράφους. Οι βρετανοί μαρξιστές ιστοριογράφοι, όπως ο Κρίστοφερ Χίλ και ο Έρικ Χόμπσμπομ και ο Έντουαρντ   Πάλμερ Τόμσον, απορρίπτοντας το άκαμπτο δόγμα μιας απόλυτης εσωτερικής δομής που καθορίζει όλους τους ιστορικούς παράγοντες, εφάρμοσαν με δημιουργικό τρόπο τις μαρξιστικές ιδέες για να διαμορφώσουν εκείνο το είδος της ιστορίας που παράγεται «εκ των κάτω».
Η μελέτη του ρόλου των γυναικών στην ανάπτυξη των κοινωνιών, αναπτύχθηκε από το γυναικείο κίνημα της δεκαετίας του 1960, με αποτέλεσμα να διαμορφωθεί αυτό που σήμερα αποκαλείται ιστορία του φύλου. Η πολιτική ιστορία με τη σειρά της αναπτύχθηκε υπό μία νέα οπτική γωνία, χάρη στο έργο του Άλαν Τζον  Πέρσιβαλ Τέιλορ (A. J. P. Taylor) ή του Τζέφρεϊ Έλτον (Sir Geoffrey Elton), οι οποίοι έδωσαν έμφαση στην ατομική δράση και την ιστοριογραφική σημασία του αναπάντεχου.
ANNALES
        Στο τέλος του 19ου αιώνα όμως ξεκίνησε μια διαφορετική στροφή στην ιστοριογραφία. Πολλοί από τους ιστορικούς της εποχής, ακόμα και στην ίδια την Γερμανία αμφισβήτησαν και άσκησαν κριτική στο έργο των θετικιστών. Οι νέοι επιστήμονες της ιστορίας κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι ιστορία δεν μπορεί να είναι μόνο οι πολιτικές και διπλωματικές υποθέσεις. Είχε φτάσει η ώρα που η Ιστορία ως επιστήμη θα έπρεπε να εντρυφήσει στην κοινωνική, οικονομική και πολιτιστική ζωή των ανθρώπων. 
        Η απλή συλλογή των γεγονότων όπως γινόταν μέχρι τότε δεν ικανοποιούσε τους ιστορικούς. Ένας μάλιστα απ΄ αυτούς, ο Α. Μπερ, διατύπωσε την σκέψη ότι: «μια απλή συλλογή και καταγραφή των γεγονότων δεν είχε μεγαλύτερη αξία από μια συλλογή γραμματοσήμων» . Μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, στα 1920, στο πανεπιστήμιο του Στρασβούργου συναντώνται οι ιστορικοί Λ. Φεβρ και Μ. Μπλοχ και ιδρύουν το περιοδικό Annales d’ Histoire Economique et Sociale (Χρονικά Οικονομικής και Κοινωνικής Ιστορίας) το 1929. 
       Σκοπός των ιδρυτών ήταν να αναβαθμίσουν την συνεργασία της επιστήμης της ιστορίας με άλλες επιστήμες, όπως η γεωγραφία και η κοινωνιολογία. Την συνεργασία αυτή μεταξύ των επιστημών τη θεωρούσαν αναγκαία, προκειμένου η ιστορία να φτάσει σε σφαιρικά και ολοκληρωμένα αποτελέσματα. Η έκδοση του περιοδικού θα μεταφερθεί στο Παρίσι, όπου και θα ενταχθεί στους συνεργάτες του η καταλυτική μορφή του Φερνάν Μπρωντέλ (Fernand Braundel 1902-1985). 
        Αν και, όπως είπαμε παραπάνω, τα Annales στράφηκαν κατά των θετικιστών, εν τούτοις δε διατύπωσαν καμία θεωρία για την ιστοριογραφία. Κεντρικό μέλημα των ιστορικών που ανήκουν στο κίνημα αυτό, ήταν η πραγματοποίηση σύνθετων μελετών που περιλαμβάνουν όλες τις πτυχές της ανθρώπινης δραστηριότητας, οικονομική, κοινωνική και πολιτιστική.
       Το κίνημα των Annales πέρασε από διάφορες φάσεις, χρονικές κυρίως, επηρεάστηκε επίσης από προσωπικότητες της ιστορικής επιστήμης που είτε υπήρξαν ιδρυτικά του μέλη είτε συνεργάστηκαν σε μεταγενέστερους χρόνους. Ένα από τα ιδρυτικά του μέλη, που άφησε ανεξίτηλη την σφραγίδα του ήταν ο Μαρκ Μπλοχ (1886-1944). Ο Μπλοχ στα έργα του επικεντρώθηκε κυρίως στους απλούς ανθρώπους της εποχής που εξέταζε. Θεωρούσε ότι ο ιστορικός πρέπει να έχει γνώσεις και άλλων επιστημών όπως γεωγραφίας, γλωσσολογίας κ.α. Ενώ χρησιμοποιούσε την αρχαιολογία, ειδικά για την ελληνορωμαϊκή περίοδο όπου οι γραπτές πηγές ήταν περιορισμένες. Τέλος ο Μπλοχ έλεγε ότι «η κατανόηση του παρελθόντος ξεκινάει από το παρόν και η κατανόηση του παρόντος να γίνεται με το φως του παρελθόντος». 
        Η επόμενη, και ίσως η μεγαλύτερη, μορφή των Annales ήταν ο Φερνάν Μπρωντέλ (1902-1985). Ο Μπρωντέλ με το έργο του Η Μεσόγειος την εποχή του Φιλίππου Β΄ της Ισπανίας εισαγάγει στην ιστορία τη σημασία της γεωγραφία, της δημογραφίας, της περιβαντολλογίας και της οικονομίας. Περιγράφει την περιοχή της Μεσογείου, που φαινομενικά διατηρείται η ίδια από την εποχή της αρχαιότητας, αποδεικνύοντας τις κλιματικές, κοινωνικές, δημογραφικές και οικονομικές αλλαγές που έχουν συντελεστεί δια μέσου των αιώνων. Ο Μπρωντέλ περνά επιφανειακά τα διάφορα πολιτικά ή στρατιωτικά γεγονότα π.χ την ναυμαχία της Ναυπάκτου, δίνοντας περισσότερο βάση στα αποτελέσματα που αυτά παρήγαγαν. Οι ιστορικοί που επηρεάστηκαν από το Annales υποστηρίζουν ότι δεν αποτελούν σχολή της ιστοριογραφίας και ότι στις τάξεις βρίσκονται ιστορικοί από όλες τις τάσεις. 
        Η πραγματικότητα είναι όμως ότι επηρέασαν καταλυτικά την έρευνα και την συγγραφή της ιστορίας.Οι απλοί καθημερινοί άνθρωποι μετά τους Annales μπήκαν και αυτοί στο κάδρο της ιστορικής μελέτης.
Αντίγραφο χειρογράφου του 10ου αιώνα με απόσπασμα από την Ιστορία του Πελοπονησσιακού  Πολέμου του Θουκυδίδη.
ΤΡΑΓΩΔΙΑ
       Η τραγωδία είναι δραματικό  είδος ποιητικού λόγου που εμφανίστηκε στην Αρχαία Ελλάδα. 
         Ο φιλόσοφος Αριστοτέλης στο έργο του Περί Ποιητικής, δίνει τον εξής ορισμό της τραγωδίας:
«Ἔστιν οὖν τραγωδία μίμησις πράξεως σπουδαίας καὶ τελείας, μέγεθος ἐχούσης, ἡδυσμένῳ λόγῳ, χωρὶς ἑκάστῳ τῶν εἰδὼν ἐν τοῖς μορίοις, δρώντων καὶ οὐ δι' ἀπαγγελίας, δι' ἐλέου καὶ φόβου περαίνουσα τὴν τῶν τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν»
«μίμησις πράξεως». 

        Ο Αριστοτέλης θεωρούσε την τραγωδία σαν το ύψιστο είδος καλλιτεχνίας. Πρόκειται για την μεταφορά στην σκηνή μιας ανθρώπινης πράξεως. Αντίθετα ο δάσκαλός του, Πλάτωνας, υποστήριζε ότι πρόκειται για μίμηση των συναισθημάτων που προέρχονται από την απομίμηση μιας πράξεως, δηλαδή η τραγωδία για τον Πλάτωνα, ήταν «μίμηση της μίμησης» η οποία ξέφευγε από την πραγματικότητα.
     «μέγεθος ἐχούσης». >Η τραγωδία θα πρέπει να έχει αρχή, μέση και τέλος, πρέπει το μέγεθός της να είναι κανονικό, ούτε μικρό ώστε να μην μπορεί να αποδώσει όλα τα νοήματα, αλλά ούτε και μεγάλο που να προκαλεί ανία στον θεατή.
     «κάθαρσιν» Είναι απαραίτητο ο θεατής να «καθαίρεται» από το άγχος και τις έντονες ψυχολογικές μεταπτώσεις που τον κατακλύζουν, παρακολουθώντας την εξέλιξη του δράματος. Γι’ αυτό ο ήρωας θα πρέπει να διαλεχτεί με μεγάλη προσοχή, δεν πρέπει να είναι κακός και ανέντιμος, γιατί ο θεατής θεωρεί αναπόφευκτη την τιμωρία του και δεν συμπάσχει μαζί του. Δεν πρέπει να είναι αδιάβλητος και εξαίρετος γιατί ο θεατής οργίζεται με τους θεούς, όταν ο ήρωας δεινοπαθεί χωρίς να φταίει. Ο ήρωας, πρέπει να είναι σαν τον «Οιδίποδα», ο οποίος είναι ένας άνθρωπος με πολλές διακυμάνσεις στον χαρακτήρα του, είναι καλός, δίκαιος, θρασύς, καχύποπτος, ένας συνηθισμένος άνθρωπος.
ΠΡΟΔΡΟΜΟΙ
        Οι πηγές και η παράδοση αποδίδουν τη δημιουργία της τραγωδίας στον Θέσπι. Ο Φρύνιχος κατά τον Ηρόδοτο τιμωρήθηκε με πρόστιμο και απαγόρευση για το έργο του Μιλήτου Άλωσις, γιατί υπενθύμισε στους Αθηναίους «οικεία κακά», δραματοποιώντας την υποδούλωση της φυλετικά συγγενικής Μιλήτου.
        Έτσι, ο Φρύνιχος συνδέεται με το πρώτο μέτρο λογοκρισίας στην ιστορία του θεάτρου, ενώ θα πρέπει να σημειωθεί η πρωτοβουλία του να δραματοποιήσει, αντί για μυθολογικό υλικό, γεγονότα της ιστορίας. Στο ίδιο κλίμα κινούνται και οι Φοίνισσες , που δραματοποιούν τα επακόλουθα της ναυμαχίας της Σαλαμίνας και την αντίδραση που προκάλεσε η καταστροφή στους Πέρσες, δηλαδή το θέμα με το οποίο ασχολήθηκε αργότερα ο Αισχύλος στους Πέρσες.
        Φαίνεται πως ο Φρύνιχος είναι ο ποιητής που επιχειρεί πρώτος τη σύζευξη της τραγωδίας με το σύγχρονο ιστορικό υλικό, πράγμα που εμφανώς προσδίδει στο είδος μια πολιτική διάσταση. Αυτό δεν μπορεί παρά να θεωρηθεί σημαντική καινοτομία, αν και τα όρια μεταξύ του μύθου και της ιστορίας είναι για τους Έλληνες της αρχαιότητας αρκετά ρευστά. 
         Εάν μάλιστα ευσταθούν οι πληροφορίες που αντλούμε από τον Ηρόδοτο και τον Πλούταρχο για τον Θεμιστοκλή ως πιθανό χορηγό των έργων του Φρύνιχου και συνυπολογιστεί η πληροφορία που θέλει τον Περικλή χορηγό των αισχυλικών Περσών, η στροφή της τραγωδίας σε τέτοιο θεματολόγιο ανήκει πιθανώς σε ποιοτική πρωτοβουλία του Φρύνιχου, έγινε όμως υπό την επίδραση ισχυρών πολιτικών προσωπικοτήτων.
ΚΑΤΑΓΩΓΗ
       Σύμφωνα με τους Vernant–Naquet η τραγωδία είναι πρωτότυπο λογοτεχνικό είδος με τους δικούς του κανόνες και τα δικά του γνωρίσματα. Εγκαινιάζει έναν καινούριο τύπο θεάματος μέσα στο σύστημα των δημόσιων γιορτών της πόλης και ως ιδιαίτερη μορφή έκφρασης, φανερώνει άγνωστες ως τότε πλευρές της ανθρώπινης εμπειρίας, σημαδεύει έναν σταθμό στη διαμόρφωση του εσωτερικού ανθρώπου, του υπεύθυνου υποκειμένου. Τραγικό είδος, τραγική παράσταση, τραγικός άνθρωπος: και ως προς τις τρεις αυτές πλευρές του, το φαινόμενο παρουσιάζεται με αποκλειστικά δικά του γνωρίσματα.
         Ο Άμπι Λέσκι παρουσιάζει την εξέλιξη του δράματος από τον διθύραμβο ακολουθώντας την αριστοτελική άποψη και εκθέτει την αντίφαση που διείδαν ήδη οι Αλεξανδρινοί φιλόλογοι στην πληροφορία ότι επινοητής του σατυρικού δράματος ήταν ο Πρατίνας, σε συνδυασμό με το χωρίο του Αριστοτέλη που θεωρεί το "σατυρικό δράμα" ως προβαθμίδα της τραγωδίας.
       Το πρόβλημα προκύπτει στον βαθμό που θεωρούμε το διθυραμβικό και το σατυρικό είδος αυστηρώς διαχωρισμένα. Ο Λέσκυ αποσαφηνίζει ότι, αν και το υλικό που προσκομίζει η εθνολογική έρευνα και στο οποίο πρέπει να επισημανθούν τα στοιχεία της μεταμόρφωσης, που συνδέεται με τη χρησιμοποίηση του προσωπείου, καθώς και της θεοληπτικής εξόδου από τον εαυτό, είναι πολύτιμο, εντούτοις θα πρέπει αυτά να συσχετιστούν μάλλον με το προϊστορικό υπόστρωμα του δράματος, παρά με την κρίσιμη εξέλιξη που οδήγησε στη διαμόρφωση του καλλιτεχνικού τραγικού είδους.
       Ο Αριστοτέλης αποδίδει τη γένεση της τραγωδίας σε μια "αυτοσχεδιαστική" έξοδο από τη μορφή του λατρευτικού διθυράμβου, με πρωτοβουλία "των εξαρχόντων του διθυράμβου". Συμφωνώντας η σύγχρονη έρευνα πως αποφασιστική στιγμή για τη δημιουργία της τραγωδίας είναι η πρωτοβουλία του εξάρχοντος να αυτοσχεδιάσει αντιπαρατιθέμενος στην χορική ωδή, θεωρεί σημαντικό το διαλογικό στοιχείο, που αποτελεί ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά του δραματικού τρόπου.
         Αντίθετα από τις επιστημονικές θεωρίες που ακολουθούν την αριστοτελική άποψη, οι απόψεις που προσεγγίζουν το ζήτημα από εθνολογική σκοπιά, εκκινώντας από τους πρωτόγονους χορούς και τις μιμικές τελετές βλάστησης, δίνουν το προβάδισμα στα στοιχεία της μεταμόρφωσης και της θεοληψίας. Χωρίς να υποβαθμίζεται τη σημασία αυτών των στοιχείων στη διαμόρφωση της τραγωδίας, θα πρέπει να δώσουμε ξεχωριστή βαρύτητα σε ό,τι παραθέτει ο Αριστοτέλης, δεδομένου ότι εκείνος προσεγγίζει χρονολογικά το προς εξέταση υλικό, αλλά επίσης γιατί τα στοιχεία που επισημαίνουν οι εθνολόγοι αν και αναγκαία, δεν φαίνονται ικανά να οδηγήσουν στη δημιουργία του δράματος. 
          Ανάλογα στοιχεία συναντώνται σε πολλούς προϊστορικούς πολιτισμούς χωρίς να έχουν εξελιχθεί πουθενά, εκτός από τον ελλαδικό χώρο στη συγκεκριμένη χωροχρονική στιγμή.
ΕΞΕΛΙΚΤΙΚΑ ΣΤΑΔΙΑ
          Ο Αριστοτέλης σημειώνει ως εξελικτικά στάδια τη χρήση του δεύτερου υποκριτή, (δευτεραγωνιστής) που εμπλουτίζει τις δραματικές δυνατότητες, τη μείωση των χορικών, την προσθήκη του τρίτου υποκριτή, (τριταγωνιστής) καθώς και της σκηνογραφίας.
         Ακόμη υπογραμμίζει την εξέλιξη από τον απλό στον σύνθετο μύθο, τη διαφοροποίηση του λεκτικού μέρους της τραγωδίας από την κωμική, δηλαδή την ελάσσονα διάστασή της, η οποία συναρτάται με το "σατυρικόν", προς τη σοβαρή που χαρακτηρίζει το τελειωμένο τραγικό είδος, καθώς και τη μεταβολή του μέτρου.
       Ανεξάρτητα από το κύριο είδος από το οποίο μετεξελίχθηκε η τραγωδία -η επικρατέστερη άποψη κλίνει υπέρ του διθυράμβου- στην πορεία προς τη διαμόρφωση της ολοκληρωμένης μορφής της δέχτηκε επιδράσεις, αφομοίωσε και χρησιμοποίησε, με τον τρόπο που υπηρετούσε τη φύση της, στοιχεία προερχόμενα από μια ποικιλία καλλιτεχνικών ειδών. Αυτό είναι φυσικό για ένα σύνθετο καλλιτεχνικό είδος, όπως το αρχαιοελληνικό θέατρο, που αναπτύσσεται στο πλαίσιο μιας προηγμένης πολιτιστικά κοινωνίας, αλλά και στις υφολογικές και λειτουργικές διαφορές μεταξύ των δομικών μερών που μετέχουν της τελικής μορφής του είδους. 
        Έτσι ο αφηγηματικός χαρακτήρας της αγγελίας προσιδιάζει στο έπος, ο δραστικός διαλεκτικός της στιχομυθίας απηχεί το είδος της πρωτοβουλίας που οδήγησε στη δημιουργία του τραγικού είδους και ο λυρισμός των χορικών παραπέμπει στο υλικό της λυρικής ποίησης. 
         Εντούτοις η ποιοτική μεταβολή είναι σαφής. Η αφηγηματική απαγγελία του έπους εξαντλεί τη δυναμική της στην απόλαυση των απαγγελλομένων, ενώ αντίθετα η αφηγηματική τραγική αγγελία προκαλεί σκηνικές δράσεις.
ΤΑ ΜΕΡΗ ΤΗΣ ΤΡΑΓΩΔΙΑΣ ΚΑΤΑ ΠΟΙΟΝ
        Σύμφωνα με τον Λιγνάδη, ο Αριστοτέλης στην Ποιητική του απαριθμεί έξι στοιχεία που χαρακτηρίζουν το ποιόν της τραγωδίας. Είναι :
  • ο μύθος
  • το ήθος,
  •  η διάνοια
  • η λέξις,
  •  το μέλος και 
  • η όψις
         Από αυτά, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, η λέξις και το μέλος (δηλαδή η μουσική) είναι τα μέσα με τα οποία γίνεται η "μίμησις", η όψις είναι ο τρόπος που πραγματοποιείται η "μίμησις" και ο μύθος, το ήθος και η διάνοια το αντικείμενο της "μιμήσεως". Ο μύθος είναι η υπόθεση του, αυτό που λέμε εμείς σενάριο. Το ήθος είναι οι χαρακτήρες. Η διάνοια είναι η περιουσία των ιδεών που έχει ένα κείμενο και εκφράζονται μέσω των χαρακτήρων. Η λέξις είναι αυτό που λέμε η γλωσσική και ποιητική μετρική διατύπωση, η έκφραση γενικότερα. Το μέλος είναι η μουσική και τα τραγούδια ενώ η όψις είναι αυτό που βλέπουμε στον υποκριτή (σκευή, προσωπείο και ενδυμασία) και η σκηνογραφία. Κατά μία έννοια η όψις είναι αυτό που βλέπει ο θεατής επί σκηνής. Και καθώς αυτό συμπεριλαμβάνει και την κίνηση/χειρονομία αλλά και τον ήχο της φωνής και τον επιτονισμό και γενικότερα τον τρόπο που αποδίδεται το κείμενο και οι πράξεις, θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι όψις είναι σήμερα η σκηνοθεσία του κειμένου. 
         Από αυτά, λέει ο Αριστοτέλης στην Ποιητική, μέγιστον είναι η των πραγμάτων σύστασις και εδώ δημιουργείται ένα θέμα. Οι περισσότεροι φιλόλογοι λένε ότι η των πραγμάτων σύστασις είναι ο μύθος, δηλαδή το θέμα που παίρνει ο ποιητής για να το κάνει θεατρικό έργο. Η άποψη του Λιγνάδη όμως είναι ότι εφόσον μιλάει για σύσταση πραγμάτων χωρίς να επαναλαμβάνει τη λέξη μύθος, η σύσταση πραγμάτων είναι αυτό που μπορεί ένας σκηνοθέτης να το καταλάβει πολύ εύκολα: Η σύσταση των πραγμάτων είναι το έργο και ολοκληρώνεται μέσα στη φύση του είδους που υπηρετεί. Ο ποιητής μπορεί να βάλει στο χαρτί του τα πάντα, την πλοκή, τα ήθη, τη διάνοια, τα λόγια, τα μέτρα, τους ρυθμούς και το μέλος. Εκείνο όμως που σύμφωνα με τον Λιγνάδη δεν μπορεί να βάλει στο χαρτί είναι η φωνή και η κίνηση. Αυτά μπορεί να τα εννοεί και να τα αναπαριστάνει ο αναγνώστης στην άπειρη φαντασία του κατ’ ατομική δυνατότητα, αλλά εκείνος που τα βλέπει και τα ακούει ως κοινός συνολικά αποδέκτης είναι ο θεατής. Η τέχνη του ποιητή τελειώνει εκεί που αρχίζει η τέχνη του υποκριτή. Το ποιητικόν ζώον πραγματώνει τον προορισμό της ενδελέχειάς του, που είναι η παράσταση.
ΤΑ ΜΕΡΗ ΤΗΣ ΤΡΑΓΩΔΙΑΣ ΚΑΤΑ ΠΟΣΟΝ
Τα μέρη της τραγωδίας κατά ποσόν είναι: Πρόλογος, επεισόδιο, έξοδος χορικό. Το χορικό διακρίνεται σε πάροδο και στάσιμο. Αυτή η ταξινόμηση είναι κοινή σε όλες τις τραγωδίες, όμως σε ορισμένες απαντώνται ως ιδιαίτερα μέρη τα τραγούδια από σκηνής και οι κομμοί.
  • Πρόλογος: διακριτό τμήμα της τραγωδίας, πριν από την πάροδο του χορού, που εισάγει κυρίως τον θεατή στην υπόθεση του δράματος.
  • Πάροδος: το πρώτο χορικό που τραγουδά ο χορός.
  • Επεισόδιο: διακριτό μέρος της τραγωδίας που εκτυλίσσεται ανάμεσα σε δύο χορικά.
  • Στάσιμον: Τραγούδι του χορού, χωρίς όμως αναπαίστους και τροχαίους.
  • Έξοδος: διακριτό τμήμα της τραγωδίας, μετά το οποίο δεν υπάρχει χορικό.
  • Κομμός: θρήνος που εκτελείται από τον χορό και τους υποκριτές μαζί.
       Βάσει των παραπάνω, θα μπορούσαμε να πούμε πως η βασική δομή της αισχύλειας και γενικότερα της ελληνικής τραγωδίας είναι αρκετά απλή. Το δράμα ξεκινά με τον πρόλογο, τον οποίο απαγγέλλει ένας ή δύο χαρακτήρες πριν εμφανιστεί ο χορός και παρέχει το αναγκαίο μυθολογικό υπόβαθρο για την κατανόηση του έργου. 
       Κατόπιν εισέρχεται ο χορός, τραγουδώντας και χορεύοντας (πάροδος). Ακολουθεί το πρώτο από τα πολλά επεισόδια και κατόπιν το πρώτο στάσιμον, κατά το οποίο οι άλλοι χαρακτήρες εγκαταλείπουν τη σκηνή και ο χορός τραγουδά και χορεύει.       
       Η ωδή συνήθως διευρύνει το μυθολογικό πλαίσιο, καθώς ωθεί τον θεατή να σκεφτεί πάνω σε πράγματα που λέχθηκαν ή έγιναν κατά τη διάρκεια των επεισοδίων. 
       Τα επεισόδια ακολουθούνται από στάσιμα σε μια αρμονική εναλλαγή ως την έξοδο, κατά την οποία ο χορός εγκαταλείπει τη σκηνή τραγουδώντας ένα χορικό με λόγια σοφά και άμεσα συνδεδεμένα με την πλοκή και την κατάληξη του δράματος.









 ΚΩΜΩΔΙΑ
     Με τον όρο κωμωδία χαρακτηρίζεται κάθε έργο που έχει ως σκοπό να διασκεδάσει μέσω κάποιου χιουμοριστικού θέματος. Η ακαδημαϊκή της έννοια, επηρεασμένη από το αρχαίο ελληνικό θέατρο, είναι συνήθως διαφορετική και συνυφασμένη με την σατιρική κωμωδία πολιτικού θέματος.
      Η κωμωδία παρουσιάζεται σε πολλές μορφές, όπως την θεατρική, από όπου ξεκίνησε μέσω του αρχαίου θεάτρου, την τηλεοπτική και την σόλο όρθια κωμωδία.
      Η επιρροή της κωμωδίας μπορεί να είναι σημαντική σε κοινωνικό επίπεδο. Για παράδειγμα, η Δημοκρατία της Αρχαίας Αθήνας  ενισχύθηκε μέσω έργων κωμωδίας που είχαν ως μέσο τη σάτιρα για να διακωμωδήσουν αρνητικά στοιχεία της κοινότητας.
ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ
      Η κωμωδία στην Αρχαία Ελλάδα ήταν μαζί με την τραγωδία τα δύο βασικά ήδη του αρχαίου ελληνικού θεάτρου.    Σώζεται κυρίως μέσω 11 έργων του μεγάλου της αρχαίας κωμωδίας του Αριστοφάνη, ο οποίος έγραψε συνολικά γύρω στις 40 κωμωδίες.
ΕΙΔΗ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΙ ΚΩΜΩΔΙΑΣ
     Τα είδη και μέθοδοι της κωμωδίας είναι πολλά και πολλές φορές συνυπάρχουν σε ανάμικτο τρόπο. Κάποια από τα σημαντικά ήδη είναι:
  • Σάτιρα: Η σάτιρα επιχειρεί τον εμπαιγμό κάποιας έννοιας ή προσώπου που ο καλλιτέχνης θεωρεί ότι αξίζει τέτοια αντιμετώπιση. Γίνεται μέσω μεθόδων όπως είναι η παρωδία, η υπερβολή, η σύγκριση, η αναλογία και η ειρωνεία. Σημαντικοί σύγχρονοι Έλληνες σατιρικοί είναι, μεταξύ άλλων, οι Τζίμης Πανούσης, Γιώργος Μητσικώστας, Λάκης Λαζόπουλος. Η σάτιρα ήταν επίσης εργαλείο του αρχαίου ποιητή του θεάτρου Αριστοφάνη.
  • Μαύρη κωμωδία ή μαύρο χιούμορ: Η μαύρη κωμωδία ασχολείται με θέματα όπως ο θάνατος και η αρρώστια. Έχει σχέση με την λογοτεχνία τρόμου όμως χρησιμοποιεί κωμικά στοιχεία.
  • Όρθια κωμωδία: Ο κωμικός μιλάει άμεσα με το κοινό. Είναι συχνό να εμπεριέχει και άμεση επικοινωνία όπως είναι η καυστική σάτιρα που ασκεί στο κοινό του ο Τζίμης Πανούσης.
  • Μπλε κωμωδία : Η μπλε κωμωδία ασχολείται με θέματα όπως το σεξ, την ομοφυλοφιλία, τον αμφισεξουαλισμό και συνήθως την συνεχή χρήση υβριστικών λέξεων. Έλληνας που έχει καταπιαστεί με τέτοια θέματα - μεταξύ άλλων θεμάτων - είναι ο Τζίμης Πανούσης.
  • Κωμωδία χαρακτήρων: Με αυτήν την κωμωδία ο καλλιτέχνης αναπαριστά κάποιο πρόσωπο δικής του επινόησης ή άλλο γνωστό πρόσωπο. Γνωστοί Έλληνες που καταπιάστηκαν με αυτό το είδος είναι ο Γιώργος Μητσικώστας και ο Τάκης Ζαχαράτος.
  • Αυτοσχέδια κωμωδία: Με την κωμωδία αυτή, αν και δεν εννοείται κάποια συγκεκριμένη μέθοδος, ο κωμικός δεν έχει εκ των προτέρων ετοιμάσει την ρουτίνα του αλλά αυτοσχεδιάζει.
  • Κινητική κωμωδία: Με αυτήν, ο κωμικός κυρίως στηρίζεται στην χρήση κινήσεων του σώματός του για την δημιουργία διασκέδασης. Σαφή παραδείγματα αποτελούν - σε μέρος της καριέρας τους - ο Θανάσης Βέγγος, ο Τσάρλι Τσάπλιν και ο Ρόουαν Άτκινσον (με το Μίστερ Μπιν).
  • Σουρεαλιστική κωμωδία: Σε αυτήν, παράξενα περιστατικά συμβαίνουν για να προκαλέσουν την έκπληξη στον αποδέκτη. Σαφή παραδείγματα δημιούργησαν η ομάδα Μόντυ Πάιθον.
ΕΠΙΡΡΟΗ ΤΗΣ ΚΩΜΩΔΙΑΣ
         Ο ρόλος της κωμωδίας μπορεί να είναι περιορισμένος ως όργανο διασκέδασης και εκτόνωσης του άγχους για τους αποδέκτες της, αλλά έχει παρατηρηθεί η επιρροή της σε άλλα επίπεδα της κοινωνίας.
         Για παράδειγμα, η Δημοκρατία της Αρχαίας Αθήνας θεωρείται ότι ενισχύθηκε μέσω έργων κωμωδίας που χρησιμοποιούσαν την σάτιρα για να διακωμωδήσουν αρνητικά στοιχεία της κοινότητας.
         Σήμερα διάσημοι κωμικοί θεωρείται ότι ασκούν σημαντική επιρροή στα πολιτικά δρώμενα. Σαφή παραδείγματα αποτελούν κωμικοί όπως ο Αμερικανός Τζον Στιούαρτ και ο Έλληνας Λάκης Λαζόπουλος όπου η σάτιρα απευθυνόμενη σε πολιτικά πρόσωπα είναι βασικό μέρος του έργου τους.
ΡΗΤΟΡΙΚΗ
      Με τον όρο Ρητορική, (από την ελληνική λέξη ῥήτωρ), στο σύγχρονο εννοιολογικό του πλαίσιο εννοείται εκείνος ο τομέας μελέτης και τεχνικής που ασχολείται με τη σύνθεση του προφορικού και του γραπτού λόγου στις σύγχρονες μορφές εκφοράς του, προκειμένου να καταστεί μέσον πειστικότητας και αποτελεσματικότητας επί κάποιου αιτίου. Η ρητορική είναι μια πολυσύνθετη τεχνική σπουδή.
ΓΕΝΙΚΑ
       Ιστορικά η κλασική ρητορική ανάγεται στη σχολή των προσωκρατικών φιλοσόφων και τους σοφιστές
       Στους μεταγενέστερους μεσαιωνικούς χρόνους έγινε μαζί με τη Γραμματική και τη Διαλεκτική τμήμα του λεγόμενου trivium, (τριπλής φιλολογικής μελέτης), στον δυτικό πολιτισμό. Στους αρχαίους και μεσαιωνικούς χρόνους η γραμματική σχετιζόταν με την ακριβή και αποτελεσματική χρήση της γλώσσας μέσω της μελέτης και της κριτικής συγκεκριμένων φιλολογικών μοντέλων.         Η διαλεκτική με τη σειρά της σχετιζόταν με τη δοκιμασία και επινόηση νέας γνώσης μέσω μιας διαδικασίας ερωταποκρίσεων και τέλος η ρητορική με την πειθώ του δημόσιου προφορικού λόγου, πιθανώς σε πολιτικές συγκεντρώσεις ή σε δικανικές διαδικασίες. Υπό αυτή την έννοια η ρητορική σχετίσθηκε στη σύγχρονη εποχή με τις αποκαλούμενες δημοκρατικές κοινωνίες με δικαιώματα ελευθερία του λόγου και ελεύθερης συγκέντρωσης, ενώ αυτή η συσχέτιση υπήρχε στον ελλαδικό χώρο από την αρχαιότητα.
ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΡΗΤΟΡΙΚΗ
       Οι σύγχρονες σπουδές στη ρητορική θεμελιώνονται σε διαφορετικό φάσμα πρακτικών και νοημάτων απ’ ότι στην αρχαιότητα. Οι μελετητές της ρητορικής θεωρούν ότι η κλασική κατανόηση της ρητορικής είναι περιορισμένη, καθώς η πειθώ εξαρτάται από την επικοινωνία, η οποία με τη σειρά της σχετίζεται με την παραγωγή νοήματος. 
      Έτσι η έννοια της ρητορικής σήμερα περιλαμβάνει κάτι περισσότερο από την απλή δημόσια επικοινωνία και αλληλεπίδραση. Τούτη η έμφαση στο νόημα και την παραγωγή του έλκει την προσοχή των μελετητών σε ένα μεγάλο σώμα κριτικής και κοινωνικής θεωρίας, καθώς επίσης και στα προβλήματα που εγείρονται εξαιτίας της μεθοδολογίας των κοινωνικών επιστημών. 
       Παρόλο που παραδοσιακά η ρητορική σχετιζόταν με την πολιτική, το δίκαιο, τις δημόσιες σχέσεις, την αγορά και τη διαφήμιση η μελέτη της εισήλθε πλέον σε διαφορετικούς τομείς που σχετίζονται με τις ανθρωπιστικές επιστήμες, τη θρησκεία και τις κοινωνικές επιστήμες, τη δημοσιογραφία, την ιστορία, τη λογοτεχνία, ακόμα και τη χαρτογραφία ή την αρχιτεκτονική, ως οπτικές γλώσσες που μεταφέρουν νόημα. Υπό αυτή την έννοια κάθε όψη της ανθρώπινης ζωής που εξαρτάται από τη δημιουργία και και μεταφορά νοήματος εμπλέκει στοιχεία ρητορικής. "Κατά τα τελευταία δέκα έτη, πολλοί μελετητές διερεύνησαν τον ακριβή τρόπο με τον οποίο εμπλέκεται η ρητορική σε ιδιαίτερους τομείς μελέτης".
Εξώφυλλο της έκδοσης 1720 του Institutio Oratoria που δείχνει τον Κουιντιλιανό σε ώρα διδασκαλίας.



ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ
       Φιλοσοφία είναι η επιστήμη που ασχολείται με ερωτήματα, προβλήματα ή απορίες που μπορούμε να αποκαλέσουμε οριακά, θεμελιώδη, ή έσχατα, όπως αυτά της ύπαρξης, γνώσης, αξίας, αιτίας, γλώσσας και του νου. Ξεχωρίζει από άλλους τρόπους αντιμετώπισης των παραπάνω προβλημάτων, από την κριτική και γενικώς συστηματική προσέγγιση των θεμάτων και την οικοδόμησή της πάνω σε λογικές εξηγήσεις.
       Η λέξη φιλοσοφία ετυμολογικώς είναι σύνθετη και προέρχεται από το αρχαίο ελληνικό φιλείν (αγαπώ) και τη λέξη σοφία, δηλαδή αγάπη για τη σοφία. Τον όρο εισήγαγε ο μεγάλος προσωκρατικός φιλόσοφος και μαθηματικός , Πυθαγώρας. Η φιλοσοφία μάς ανοίγει νέους δρόμους και αναζητά απαντήσεις σε ερωτήματα που πιθανώς ξεπερνούν τις ανθρώπινες γνωστικές δυνατότητες, βοηθώντας στη διερεύνηση των ορίων της ανθρώπινης σκέψης, ακόμα και όταν δεν φτάνει σε κάποιο αποτέλεσμα ο επαγωγικός της προβληματισμός. Δεν θα ήταν λάθος να πούμε ότι φιλοσοφία είναι σκέψη πάνω στην ίδια τη σκέψη και τις δυνατότητες της.
        Γενικώς θα μπορούσε να διατυπώσει κανείς ότι φιλοσοφική σκέψη είναι η διανοητική διερεύνηση βαθέων ερωτημάτων για τη σχέση του ανθρώπου με τον κόσμο και τη θέση του σ’ αυτόν.          Η φιλοσοφία δεν αρκείται στην ανάλυση της πραγματικότητας του εμπειρικού κόσμου, αλλά διατυπώνει προτάσεις για την αλλαγή του. Ένας φιλόσοφος δεν αρκείται στο να διατυπώσει πώς έχουν τα πράγματα, αλλά προχωρά και σε συγκεκριμένες προτάσεις για το πώς θα μπορούσαν να είναι. Οι εκάστοτε φιλόσοφοι, σύμφωνα με το εννοιολογικό περιεχόμενο που προσάπτουν στη φιλοσοφία, δημιουργούν και το ανάλογο φιλοσοφικό ρεύμα.
      Φιλοσοφία είναι η νοητική αναζήτηση των πρώτων αρχών και των πρώτων αιτιών που συνιστούν την πραγματικότητα του νύν παρόντος κόσμου.
ΕΥΡΟΣ ΤΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ
         Ο Μπέρτραντ Ράσελ διατυπώνει τη θέση πως η φιλοσοφία είναι μια δεξαμενή γνώσεων που ακόμα είναι ανέτοιμες προς εξειδικευμένη επιστημονική διαπραγμάτευση. Επομένως, όπως έχει ιστορικά αποδειχθεί άλλωστε, η φιλοσοφία είναι η επιστήμη των επιστημών, o κορμός της διεπιστημονικής γνώσης, ο άσβεστος πόθος αναζήτησης του ανθρώπου. 
         Πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι οι σύγχρονες θετικές επιστήμες (Μαθηματικά, Φυσική, Χημεία, Ιατρική, Αστρονομία κ.α.) αλλά και μεταγενέστερες θεωρητικές (Ψυχολογία, Κοινωνιολογία κ.α.) ξεπήδησαν από το φιλοσοφικό στοχασμό.
         Παρόλο το εύρος της έννοιας της Φιλοσοφίας, δεν πρέπει να παραβλέπεται το γεγονός ότι πρόκειται για επιστήμη (και μάλιστα τη "μητέρα" επιστήμη όπως είδαμε). Επομένως η μέθοδος ενός στοχασμού ώστε αυτός να ονομασθεί φιλοσοφικός πρέπει να τηρεί συγκεκριμένα επιστημονικά κριτήρια και στάδια.         Αυτά τα στάδια είναι εκείνα της Παρατηρήσεως, της Υποθέσεως, του Πειράματος, της Απόδειξης και της Επαναλήψεως. Ο φιλοσοφικός στοχασμός απαραίτητα πρέπει να εγκολπώνει την επιστημονική αποδεικτική διαδικασία.
ΚΛΑΔΟΙ ΤΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ
Η Φιλοσοφία διαιρείται στους ως κάτωθι κλάδους:
  • Ηθική: ονομάζεται ο τομέας της Φιλοσοφίας που διερευνά ποιος είναι ο καλύτερος τρόπος να ζει ο άνθρωπος, ενώ δευτερευόντως, διερευνά το κατά πόσον μια τέτοια ερώτηση μπορεί πράγματι να απαντηθεί. Οι κύριοι κλάδοι της Ηθικής Φιλοσοφίας είναι η Μετα-ηθική, η Φορμαλιστική Ηθική και η Εφαρμοσμένη Ηθική.
  • Αισθητική : ονομάζεται ο τομέας που ασχολείται με τη μελέτη και αντίληψη της ομορφιάς, της Τέχνης, της αναψυχής, θεμάτων γούστου και αισθημάτων, γενικώς με τον ορισμό του ωραίου, του αρμονικού και των αντιστρόφων τους.
  • Γνωσιολογία: ονομάζεται ο κλάδος που διερευνά τα όρια, την προέλευση και την ποιότητα της ανθρώπινης γνώσης.
  • Μεταφυσική: ονομάζεται ο τομέας που ασχολείται με το επέκεινα, με εκείνο που η εμπειρία δεν μας αποκαλύπτει. (Δεν πρέπει να συγχέεται με εξωεπιστημονικούς κλάδους όπως η Παραφυσική). Μελετά τη φύση της πραγματικότητας, περιλαμβάνοντας τη σχέση μεταξύ νου και σώματος, ουσίας, γεγονότος και αιτίας. Παραδοσιακοί κλάδοι της είναι η Κοσμολογία και η Οντολογία.
  • Επιστημολογία: ονομάζεται ο τομέας που ασχολείται με τη φύση και το σκοπό της γνώσης, καθώς και αν η γνώση είναι δυνατή. Μεταξύ των κεντρικών προβληματισμών της είναι οι φιλοσοφικές προκλήσεις που θέτει ο σκεπτικισμός και οι σχέσεις μεταξύ αλήθειας, πίστης και αιτιολόγησης.
  • Πολιτική Φιλοσοφία: είναι η μελέτη των θεσμών διακυβέρνησης και των σχέσεων ατόμων (ή οικογενειών και φατριών) με κοινότητες, όπως το κράτος. Περιλαμβάνει ερωτήματα για τη δικαιοσύνη, το νόμο, την περιουσία, καθώς και τα δικαιώματα και υποχρεώσεις των πολιτών. Η Πολιτική Φιλοσοφία και η Ηθική αποτελούν παραδοσιακά αλληλένδετους τομείς, καθώς και οι δύο περιστρέφονται γύρω από το ερώτημα τού τι είναι καλό και πώς πρέπει να διαβιούν οι άνθρωποι με σκοπό τη συνεχή προαγωγή των ανθρώπινων κοινωνιών.
  • Λογική: είναι η μελέτη των έγκυρων διαλεκτικών φορμών. Ξεκινώντας στα τέλη του 19ου αιώνα, μαθηματικοί όπως ο Γκότλομπ Φρέγκε εστίασαν στη μαθηματική προσέγγιση της Λογικής, η οποία σήμερα χωρίζεται σε δύο ευρείς κλάδους: τη Μαθηματική Λογική και τη λεγόμενη Φιλοσοφική Λογική.
  • Φιλοσοφία της γλώσσας: είναι αυτή που ερευνά θέματα της φύσης, καταγωγής και χρήσης της γλώσσας
  • Φιλοσοφία της Θρησκείας: είναι ο κλάδος της Φιλοσοφίας που ασχολείται με τη μελέτη προβλημάτων της θρησκείας.
Όλοι οι παραπάνω κλάδοι διαιρούνται σε αρκετές υπο-ενότητες.
ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ
ΙΣΛΑΜΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ
       Η ισλαμική φιλοσοφία, εννοούμενη ως ανεξάρτητη φιλοσοφική έρευνα από ισλαμιστές φιλοσόφους, έλαβε αποφασιστική ώθηση κατά τον 8ο αιώνα μ.Χ. όταν άρχισε να μεταφράζεται πληθώρα ελληνικών κειμένων στα αραβικά. 
        Πολλά ελληνικά κείμενα, μεταξύ των οποίων αρκετά πάνω σε ιατρικά θέματα, είχαν μεταφραστεί από Σύρους χριστιανούς στα συριακά τον 4ο και 5ο αιώνα και ήταν μια ομάδα Σύρων λογίων που προσκλήθηκαν στη Βαγδάτη γύρω στο 750 μ.Χ. για να αναλάβουν μεταφράσεις κειμένων από τα ελληνικά στα αραβικά. Μέσω αυτών, τα έργα του Πλάτωνα, του Αριστοτέλη και των Νεοπλατωνιστών έγιναν γνωστά σε άραβες διανοητές, και ακολούθως στη δυτική Ευρώπη.
        Δύο ήταν οι βασικότεροι παράγοντες που καθόρισαν τον χαρακτήρα της ισλαμικής φιλοσοφίας. Ο πρώτος ήταν η θεολογία του Κορανίου, της ισλαμικής ιερής γραφής, που διαμόρφωσε όλες τις όψεις της ισλαμικής κουλτούρας, περιλαμβανομένων των πολιτικών, νομικών και κοινωνικών θεσμών. Το δόγμα καθόριζε ως υποχρεωτικό για κάθε μουσουλμάνο να ακολουθεί τους Πέντε Πυλώνες. Επί πλέον κανόνες και έθιμα διαμορφώθηκαν στα κείμενα αποκαλούμενα Χαντίθ τα οποία βασίζονταν σε διδασκαλίες του προφήτη Μωάμεθ και τα οποία ήταν σε άμεση αλληλεπίδραση με το ισλαμικό δίκαιο.
        Μέχρι τον 8ο αιώνα δύο σχολές ισλαμικής θεολογίας είχαν καθιερωθεί, οι Μουτάζιλα, οι οποίοι θεωρούσαν ότι ο ορθός λόγος μπορούσε να ανακαλύψει αλήθειες οι οποίες κατόπιν επαληθεύονταν δια αποκάλυψης στην ιερή γραφή, και οι Σούνι οι οποίοι αντιτάσσονταν στον ορθολογισμό των Μουταζιλιτών και ισχυρίζονταν ότι ο Θεός δεν υπακούει σε κανενός είδους νόρμες, ότι οι πράξεις είναι αγαθές ή άδικες επειδή ο Θεός τις χρίζει ως τέτοιες και ότι η έλλογη σκέψη δεν είναι σε θέση να ανακαλύψει τη βούληση του Θεού.
     Ο δεύτερος παράγοντας που διαμόρφωσε καθοριστικά τον διακριτό χαρακτήρα της ισλαμικής φιλοσοφίας προέρχεται σε μεγάλο βαθμό από ένα «ατύχημα», μια παρεξήγηση, στην ιστορία των ιδεών. Από σφάλμα, η πατρότητα μέρους του κειμένου των Εννεάδων του Πλωτίνου αποδόθηκε στον Αριστοτέλη και έγινε γνωστό στον αραβικό κόσμο ως η Θεολογία του Αριστοτέλη.
      Ως αποτέλεσμα αρκετές πλατωνικές και νεοπλατωνικές έννοιες εξομοιώθηκαν με έννοιες του Αριστοτέλη, ούτως ώστε η ελληνική φιλοσοφία αντιμετωπίστηκε από τους μεταφραστές της ως πιο ενιαία από ότι πραγματικά ήταν. Οι άραβες φιλόσοφοι έτειναν να πιστεύουν ότι μελετώντας τα ελληνικά κείμενα είχαν να κάνουν με ένα συνεκτικό σώμα το οποίο περιείχε ισχυρά στοιχεία μυστικισμού. 
       Στην πραγματικότητα βέβαια ο μυστικισμός που αποδόθηκε με αυτό τον τρόπο στην ερμηνεία όλων των ελληνικών κειμένων ήταν ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό μόνο των Νεοπλατωνιστών.
Αραβικό χειρόγραφο του 13ου αιώνα που απεικονίζει τον Σωκράτη σε διάλογο με τους μαθητές του.

Ζακ-Λουί  Νταβίντ, Ο Θάνατος του Σωκράτη, 1787.

           Θα ήθελα να μιλήσω πάνω στο θέμα που θέλουν να καταργήσουν τα αρχαία... Αν καταργηθούν τα αρχαία τότε ο Έλληνας είναι ένας κενός άνθρωπος.... Όταν δεν ξέρεις την καταγωγή σου δεν ξέρεις εσένα , οπότε είσαι κενός! Επίσης , δεν θα ξέρετε την σημασία , την ουσιαστική σημασία και προέλευση μερικών λέξεων άρα θα χρησιμοποιείται λέξεις που δεν θα "στέκουν" στις προτάσεις σας . Θα χαθεί το πλούσιο λεξιλόγιο ,θα υπάρχει πολύ απλουστευμένος λόγος που παραπέμπει στη φτωχή γνώση σας... 
   Καλό μήνα σε όλους τους αναγνώστες!! Ευχαριστώ για την υποστήριξή σας !! Σας εύχομαι καλή ανάγνωση , αυτός ο μήνας να σας βρει πιο ευτυχισμένους,υγιής ,γεμάτους ζωντάνια και με δίψα γνώση!!! 
πηγή πληροφοριών : wikipedia
πηγή φωτογραφιών : wikipedia και google images.
    

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου