Ο Τάραντας (ιταλ. Taranto , τοπ. διάλ. Tàrande) είναι παραθαλάσσια πόλη της Ιταλίας χτισμένη στην θέση της αρχαίας Ελληνικής αποικίας. Βρίσκεται στην νότια Ιταλία, στην περιοχή της Απουλίας, χτισμένη στις όχθες του ομώνυμου κόλπου. Η πόλη έχει αναπτυχθεί πάνω σε μία μικρή νησίδα στο εσωτερικό της τοπικής λιμνοθάλασσας και στις ακτές γύρω απ' αυτή.
Αρχαία Ιστορία
Ο Τάραντας ήταν η μοναδική αποικία της Σπάρτης στην Μεγάλη Ελλάδα. Ιδρύθηκε το 706 π.Χ. απο τους Παρθενίες, με αρχηγό τον Φάλανθο, οι οποίοι κατέλαβαν την πόλη που μέχρι τότε ήταν γνωστή ως Άνξα. Οι Παρθενίες άποικοι έδωσαν στην πόλη το όνομα του ήρωα Τάραντα, γιου του θεού Ποσειδώνα και μίας τοπικής νύμφης. Ο Τάραντας εξελίχθηκε σε κυρίαρχη πόλη της Νότιας Ιταλίας επιβάλλοντας σταδιακά την κυριαρχία του και στις γειτονικές πόλεις. Αποτέλεσε επίσης πολύ σημαντικό εμπορικό κέντρο της δυτικής Μεσογείου. Η κυριαρχία του Τάραντα στην νότια Ιταλία απειλήθηκε τον 3ο αιώνα π.Χ. από τους Ρωμαίους, οπότε συμμάχησε με τον βασιλιά της Ηπείρου, Πύρρο για να τους αντιμετωπίσει. Οι Ρωμαίοι κατέλαβαν τελικά την πόλη λίγα χρόνια μετά τους Πυρρικούς πολέμους το 272 π.Χ. Οι Ρωμαίοι μετά την κατάληψη της πόλης κατέστρεψαν τα τείχη της. Κατά την διάρκεια του Β' Καρχηδονιακού Πολέμου ο Τάραντας υπέστη μεγάλες καταστροφές από τον στρατό του Αννίβα.
Μεσαιωνική Περίοδος
Η πόλη του Τάραντα παρέμενε σημαντική σ' όλη σχεδόν την διάρκεια την μεσαιωνικής της ιστορίας. Κατά την διάρκεια αυτή γνώρισε πολλούς διαφορετικούς κατακτητές. Μετά την πτώση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας στην περιοχή της Ιταλίας κυριάρχησαν οι Οστρογότθοι. Οι Οστρογότθοι ηττήθηκαν το 540 μ.Χ. από τον στρατό του Βυζαντινού Αυτοκράτορα Ιουστινιανού και η Ιταλία έγινε μέρος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Τους Βυζαντινούς ακολούθησαν οι Λομβαρδοί που κυριάρχησαν στο μεγαλύτερο τμήμα της Ιταλίας. Η περιοχή του Τάραντα καταλήφθηκε πάλι από τους Βυζαντινούς όμως τον 8ο αιώνα και τον 9ο αιώνα πέρασε για μεγάλα διαστήματα χέρια των Αράβων Σαρακηνών. Τελικά κατακτήθηκε από τους Νορμανδούς γύρω στο 1060 μ.Χ.
Επόμενα χρόνια
Μετά τους Νορμανδούς η πόλη έγινε μέρος του Βασιλείου της Νάπολης. Στα μέσα του 18ο αιώνα αναφέρεται πως είχε πληθυσμό πάνω από 11.000 κατοίκων. Ο Τάραντας έγινε μέρος του σύγχρονου Ιταλικού κράτους το 1860, όταν ενώθηκε το βασίλειο των Δύο Σικελιών με το νεοσύστατο Ιταλικό κράτος.
Βασίλειο των Δύο Σικελιών
Το Βασίλειο των Δύο Σικελιών, κοινώς γνωστό ως οι Δύο Σικελίες ακόμη και πριν την δημιουργία του επίσημα, ήταν το μεγαλύτερο και πλουσιότερο από τα Ιταλικά κράτη πριν την Ιταλική ενοποίηση. Δημιουργήθηκε από την ένωση του Βασιλείου της Σικελίας και του Βασιλείου της Νάπολης το 1816 και διήρκεσε έως το 1860, όταν προσαρτήθηκε από το Βασίλειο της Σαρδηνίας, το οποίο έγινε το Βασίλειο της Ιταλίας το 1861. Το βασίλειο είχε την πρωτεύουσά του στην Νάπολη και αναφερόταν επίσης και ως το «Βασίλειο της Νεαπόλεως». Το βασίλειο εκτεινόταν επί του Μετσοτζόρνο (το νότιο τμήμα της ηπειρωτικής Ιταλίας) και του νησιού της Σικελίας.
Ίδρυση του Βασιλείου των Δύο Σικελιών
Το Βασίλειο των Δύο Σικελιών κατέληξε έτσι από την ένωση του Βασιλείου της Σικελίας με το Βασίλειο της Νεαπόλεως (καλούμενο το βασίλειο της Σικελίας της χερσονήσου), από τον Βασιλιά Αλφόνσο Ε΄ της Αραγονίας το 1442. Τα δύο είχαν χωρισθεί από τον Σικελικό Εσπερινό του 1282. Με τον θάνατο του Βασιλιά Αλφόνσου το 1458, το βασίλειο διαιρέθηκε μεταξύ του αδελφού του Ιωάννη Β΄ της Αραγονίας, ο οποίος κράτησε την Σικελία, και ο νόθος γιος του Φερδινάνδου, ο οποίος έγινε Βασιλιάς της Νάπολης.
Το 1501, ο Βασιλιάς Φερδινάνδος Β΄ της Αραγόνας, γιος του Ιωάννη Β΄, κατέκτησε την Νάπολη και επανένωσε τα δύο βασίλεια υπό την εξουσία του νεοενωμένου Ισπανικού θρόνου. Ο τίτλος «Βασιλιάς της Σικελίας και των Δύο Ακτών του Στενού» γεννήθηκε τότε από τους Βασιλείς της Ισπανίας έως τον Πόλεμο της Ισπανικής Διαδοχής. Στο τέλος του πολέμου, η Συνθήκη της Ουτρέχτης (1713) παρέδωσε την Σικελία στον Δούκα της Σαβοΐας, έως ότου η Συνθήκη του Ράστατ το 1714 άφησε την Νάπολη στον Αυτοκράτορα Κάρολο ΣΤ΄. Το 1720 ο Αυτοκράτορας και η Σαβοΐα αντάλλαξαν την Σικελία με τη Σαρδηνία, επανενώνοντας έτσι την Νάπολη και την Σικελία.
Το 1734, ο Κάρολος Δούκας της Πάρμα, γιος του Φιλίππου Ε΄ της Ισπανίας, πήρε το Σικελικό στέμμα από τους Αυστριακούς και έγινε ο Κάρολος Ζ΄ και Ε΄, δίδοντας την Πάρμα στον νεότερο αδελφό του, Φίλιππο. Το 1754, έγινε ο Βασιλιάς Κάρολος Γ΄ της Ισπανίας και άφησε την Σικελία και την Νάπολη στον νεότερο γιο του, ο οποίος έγινε ο Φερδινάνδος Γ΄ της Σικελίας και Δ΄ της Νάπολης, και αργότερα έστεψε τον Φερδινάνδο Α΄ των Δύο Σικελιών. Εκτός από μια διακοπή υπό τον Ναπολέοντα, το Βασίλειο των Δύο Σικελιών παρέμεινε υπό την Βουρβονική γραμμή (Bourbon Duo-Sicilie) αδιάλειπτα μέχρι το 1860.
Τον Ιανουάριο του 1799, ο Ναπολέων Βοναπάρτης, στο όνομα της Γαλλικής Δημοκρατίας, κατέλαβε την Νάπολη και κήρυξε την Παρθενοπαία Δημοκρατία. Ο Βασιλιάς Φερδινάνδος έφυγε από την Νάπολη προς την Σικελία έως τον Ιούνιο αυτού του έτους. Το 1806, ο Βοναπάρτης, τότε Αυτοκράτορας, εκθρόνισε πάλι τον Βασιλιά Φερδινάνδο και διόρισε τον αδελφό του, Ιωσήφ Βοναπάρτη, ως Βασιλιάς της Νάπολης. Στο Έδικτο της Μπαγιόν του 1808, ο Ναπολέων μετακίνησε τον Ιωσήφ στην Ισπανία και διόρισε τον γαμπρό του, Ιωακείμ Μυρά, ως Βασιλιά των Δύο Σικελιών, αν και αυτό σήμεινε έλεγχο μόνο του ηπειρωτικού τμήματος του βασιλείου. Καθ' όλη την Ναπολεόντεια διακοπή, ο Βασιλιάς Φερδινάνδος παρέμεινε στην Σικελία, με το Παλέρμο ως πρωτεύουσα του.
Ο Βασιλιάς Φερδινάνδος Α΄ παλινορθώθηκε από το Κογκρέσο της Βιέννης του 1815. Θεμελίωσε ένα κονκορδάτο με τα Παπικά Κράτη, τα οποία προηγουμένως είχαν διεκδικήσεις στη γη.
Υπήρξαν αρκετές εξεγέρσεις στη νήσο της Σικελίας εναντίον του Βασιλιά Φερδινάνδου Β΄ αλλά το τέλος του βασιλείου προκλήθηκε από την Εκστρατεία των Χιλίων το 1860, με ηγέτη τον Γκαριμπάλντι με την υποστήριξη του Σαβοϊακού βασιλείου της Σαρδηνίας. Η επιχείρηση κατέληξε σε μια εντυπωσιακή σειρά ηττών για τους Σικελικούς στρατούς εναντίον των αυξανόμενων δυνάμεων του Γκαριμπάλντι. Μετά την κατάληψη του Παλέρμο και της Σικελίας, αποβιβάσθηκε στην Καλαβρία και κινήθηκε εναντίον της Νάπολης, ενώ στο μεταξύ οι Πεδεμόντιοι επίσης επιτέθηκαν στο Βασίλειο από το Μάρκε.
Οι τελευταίες μάχες που έγιναν ήταν αυτή του Βολτούρνους (1860) και η πολιορκία της Γκαέτα, όπου ο Βασιλιάς Φραγκίσκος Β΄ είχε αναζητήσει καταφύγιο, ελπίζοντας σε Γαλλική βοήθεια, η οποία ποτέ δεν ήρθε. Οι τελευταίες πόλεις που αντιστάθηκαν στην επιχείρηση του Γκαριμπάλντι ήταν η Μεσσίνα (η οποία συνθηκολόγησε στις 13 Μαρτίου 1861) και η Τσιβιτέλλα ντελ Τρόντο (η οποία συνθηκολόγησε στις 20 Μαρτίου 1861). Το Βασίλειο των Δύο Σικελιών διαλύθηκε και προσαρτήθηκε στο νέο Βασίλειο της Ιταλίας, που δημιουργήθηκε το ίδιο έτος.
Η πτώση της Σικελικής αριστοκρατίας στο πρόσωπο της επίθεσης του Γκαριμπάλντι εξιστορείται στο μυθιστόρημα Η Λεοπάρδαλη από τον Τζιουζέππε Τομάσι ντι Λαμπεντούζα και την κινηματογραφική μεταφορά του.
Προέλευση των δύο βασιλείων
Η μοναρχία στις περιοχές που έγιναν αργότερα γνωστές ως οι Δύο Σικελίες, υπάρχοντας ως ένα μοναδικό βασίλειο περιλαμβάνοντας την χερσόνησο και την τα νησιωτική, στην πραγματικότητα ανάγεται στους χρόνους του Μεσαίωνα. Ο Νορμανδός βασιλιάς Ρογήρος Β΄ δημιούργησε το Βασίλειο της Σικελίας συνδυάζοντας την Κομητεία της Σικελίας με το νότιο τμήμα της Ιταλικής Χερσονήσου (τότε γνωστό ως το Δουκάτο της Απουλίας και Καλαβρίας) καθώς και τα Νησιά της Μάλτας. Η πρωτεύουσα αυτού του βασιλείου ήταν το Παλέρμο — στο πραγματικό νησί της Σικελίας. Το κράτος υπήρχε σε αυτή την μορφή από το 1130 μέχρι το 1285. Στη βασιλεία του βασιλιά του Καπετιδικού Οίκου του Ανζού Καρόλου Α΄, το βασίλειο διαιρέθηκε από τον Πόλεμο των Σικελικών Εσπερινών. Ο Κάρολος, ο οποίος ήταν Γαλλικής καταγωγής, έχασε την Σικελία προς όφελος του Οίκου της Βαρκελώνης, ο οποίος ήταν Αραγονικός και Καταλανικός, με υποστήριξη από τους ιθαγενείς. Ο Κάρολος παρέμεινε βασιλιάς στο ηπειρωτικό μέρος του βασιλείου, έκτοτε ανεπίσημα γνωστό ως το Βασίλειο της Νάπολης. Επίσημα δεν εγκατέλειψε ποτέ το όνομα "Βασίλειο της Σικελίας" και έτσι υπήρχαν δύο βασίλεια που αυτοαποκαλούνταν «Σικελία».
Ένωση των στεμμάτων
Τα βασίλεια κατακτήθηκαν από τους Αυστριακούς από έναν νεαρό Ισπανό πρίγκιπα κατά τον Πόλεμο της Πολωνικής Διαδοχής ο οποίος μετά θα γινόταν ο Κάρολος Ζ΄ της Νάπολης. Τα δύο βασίλεια αναγνωρίσθηκαν τότε ως αμφότερα ανεξάρτητα και υπό την εξουσία του Καρόλου ως νεότερος κλάδος των Ισπανών Βουρβόνων από την Συνθήκη της Βιέννης. Αφότου ο αδελφός του Καρόλου, Φερδινάνδος ΣΤ΄ της Ισπανίας πέθανε άτεκνος, ο Κάρολος κληρονόμησε το Ισπανικό Στέμμα το 1759, βασιλεύοντας ως Κάρολος Γ΄ της Ισπανίας. Ο γιος του Φερδινάνδος τότε έγινε βασιλιάς των δύο βασιλείων έτσι ώστε να τα διατηρήσει ως ξεχωριστά βασίλεια (όπως απαιτείτο από τις συνθήκες που αποκαθιστούσαν τους νεότερους Ισπανούς δυνάστες στα νότια Ιταλικά βασίλεια).
Ο Φερδινάνδος ήταν πολύ δημοφιλής στην τάξη των lazzaroni. Η βασιλεία του Φερδινάνδου ήταν γεμάτη γεγονότα. Για μια σύντομη περίοδο εγκαθιδρύθηκε η Παρθενόπεια Δημοκρατία στην Νάπολη από υποστηρικτές της Γαλλικής Επανάστασης· παρ' όλα αυτά, ένας αντιεπαναστατικός στρατός των lazzaroni ξαναπήρε την Νάπολη για να αποκαταστήσει την βασιλική εξουσία.
Όμως, μόνο οκτώ έτη μετά, ο Ναπολέων κατέκτησε το χερσονησιακό τμήμα του βασιλείου κατά τον Πόλεμο του Τρίτου Συνασπισμού και εγκατέστησε τον αδελφό του Ιωσήφ Βοναπάρτη ως βασιλιά. Ο Φερδινάνδος έφυγε προς το άλλο του βασίλειο, στο ίδιο το νησί της Σικελίας· εδώ η συμμαχία που είχε προηγουμένως δημιουργήσει με τον Γεώργιο Γ΄ του Ηνωμένου Βασιλείου και ο Πρωθυπουργός των Τόρυς Κόμης του Λίβερπουλ τον έσωσε. Οι Βρετανοί προστάτευσαν τον Φερδινάνδο και την νήσο της Σικελίας από την Ναπολεόντεια κατάκτηση με μια ισχυρή παρουσία στόλου Βασιλικού Ναυτικού.
Εν τω μεταξύ, πίσω στην ηπειρωτική περιοχή ο Ιωακείμ Μυρά είχε γίνει ο δεύτερος Βοναπαρτιστής βασιλιάς. Στο Έδικτο της Μπαγιόν ονομάσθηκε «Βασιλιάς των Δύο Σικελιών»,[αν και de facto ποτέ ουσιαστικά δεν κατείχε την νήσο της Σικελίας όπου ο Φερδινάνδος ήταν, και αναφέρεται ως απλά ο Βασιλιάς της Νάπολης.
Ταραντέλα
Στην ιταλική περιοχή Ταράντο της Απουλίας, το δάγκωμα μιας τοπικής αράχνης - λύκου, που ονομάζεται ταραντούλα, ήταν εξαιρετικά δηλητηριώδες και οδηγούσε το άτομο σε μια υστερική κατάσταση η οποία είναι γνωστή ως ταραντισμός (ιταλικά tarantism). Αυτό έγινε γνωστό ως το ταραντέλα. Τα παλαιότερα των εγγράφων που παραπέμπουν τη σχέση μεταξύ μουσικής εξορκισμού και του δαγκώματος της ταραντούλας είναι χρονολογημένα γύρω στο 1100 π.Χ.. Ο R.Lowe Thompson πρότεινε ότι ο χορός είναι μια επιβίωση από μια διονυσιακή λατρεία στην παρανομία. Ο Τζον Κόμπτον αργότερα αναφέρει ότι η Ρωμαϊκή Σύγκλητος είχε καταστείλει αυτές τις αρχαίες Bacchanalian τελετές. Στο 186 π.Χ. η ταραντέλα επανεμφανίζεται με το πρόσχημα της θεραπείας έκτακτης ανάγκης για τα θύματα της ταραντούλας.
Η παράδοση παραμένει στην περιοχή και είναι γνωστή ως νεοταραντισμός. Πολλοί νέοι καλλιτέχνες, ομάδες και διάσημοι μουσικοί συνεχίζουν να κρατούν ζωντανή την παράδοση αυτή. Η μουσική είναι πολύ διαφορετικού ρυθμού, είναι ταχύτερη αλλά έχει παρόμοιες υπνωτικές επιδράσεις, ιδιαίτερα όταν οι άνθρωποι εκτίθενται στο ρυθμό της για μεγάλο χρονικό διάστημα. Η μουσική χρησιμοποιείται στη θεραπεία των ασθενών με ορισμένες μορφές κατάθλιψης ή υστερίας και οι επιπτώσεις της στο ενδοκρινικό σύστημα έγιναν πρόσφατα αντικείμενο έρευνας.
Ερωτισμός και ταραντικοί χοροί
Η αρχοντική ερωτική ταραντέλα χορεύεται από ένα ζευγάρι ή ζευγάρια. Είναι μικρής διάρκειας, χαριτωμένη και κομψή. Από την άλλη πλευρά, η θεραπευτική ταραντέλα χορευόταν σόλο από το υποτιθέμενο θύμα που τσιμπήθηκε από "ταραντούλα", διαρκούσε ώρες ή ακόμη και ημέρες. Ωστόσο, άλλες μορφές του χορού ήταν και εξακολουθούν να είναι χοροί ανάμεσα σε ζευγάρια (όχι απαραίτητα ζευγάρια διαφορετικού φύλου) που συνήθως μιμούνται είτε το φλερτ ή έναν αγώνα με σπαθιά. Η σύγχυση φαίνεται να πηγάζει από το γεγονός ότι οι δηλητηριώδεις αράχνες και οι χοροί έχουν παρόμοια ονόματα για την πόλη του Τάραντα.
Ο πρώτος χορός προέρχεται από την περιοχή της Απουλίας και εξαπλώθηκε δίπλα σε κάθε τμήμα του Βασιλείου των δύο Σικελιών. Η Ναπολιτάνικη ταραντέλα είναι ένας χορός ερωτικός που εκτελείται από τα ζευγάρια των οποίων οι "ρυθμοί, μελωδίες, χειρονομίες, και τα συνοδευτικά τραγούδια είναι πολύ διαφορετικά". Χαρακτηρίζεται από πιο γρήγορη και χαρούμενη μουσική. Η προέλευσή του μπορεί να φτάνει σε "μία συγχώνευση του δέκατου πέμπτου αιώνα", μεταξύ του ισπανικού Fandango και του Moresque «ballo di sfessartia». Η «μαγικο-θρησκευτική» ταραντέλα είναι ένα σόλο χορός, εκτελείται για να θεραπεύσει μέσω του ιδρώτα τα συμπτώματα από το δάγκωμα μιας αράχνης κατά την περίοδο της συγκομιδής (το καλοκαίρι). Ο χορός αυτός χρησιμοποιήθηκε αργότερα ως θεραπεία για τη συμπεριφορά των νευρωτικών γυναικών (Carnevaletto delle Donne).
Ο αρχικός μύθος λέει ότι κάποιος που είχε δαγκωθεί από την ταραντούλα (ή τη Μεσογειακή μαύρη χήρα) αράχνη έπρεπε να χορεύει σε ένα αισιόδοξο ρυθμό να ιδρώσει και έτσι να αποβάλει από το σώμα του το δηλητήριο.
Υπάρχουν αρκετά παραδοσιακά μουσικά συγκροτήματα που παίζουν ταραντέλα:
Cantori di Carpino
Officina Zoé
Uccio Aloisi gruppu
Canzoniere Grecanico Salentino
Selva Cupina
I Tamburellisti di Torrepaduli
καθώς και το ελληνικό συγκρότημα
Encardia
Η ταραντέλα συνήθως παίζεται με ένα μαντολίνο, κιθάρα, ακορντεόν και ντέφια. Χρησιμοποιούνται όμως επίσης φλάουτο, βιολί, τρομπέτα και κλαρίνο.
Ο αρχικός μύθος λέει ότι κάποιος που είχε δαγκωθεί από την ταραντούλα (ή τη Μεσογειακή μαύρη χήρα) αράχνη έπρεπε να χορεύει σε ένα αισιόδοξο ρυθμό να ιδρώσει και έτσι να αποβάλει από το σώμα του το δηλητήριο.
Υπάρχουν αρκετά παραδοσιακά μουσικά συγκροτήματα που παίζουν ταραντέλα:
Cantori di Carpino
Officina Zoé
Uccio Aloisi gruppu
Canzoniere Grecanico Salentino
Selva Cupina
I Tamburellisti di Torrepaduli
καθώς και το ελληνικό συγκρότημα
Encardia
Η ταραντέλα συνήθως παίζεται με ένα μαντολίνο, κιθάρα, ακορντεόν και ντέφια. Χρησιμοποιούνται όμως επίσης φλάουτο, βιολί, τρομπέτα και κλαρίνο.
Μύθος του Τάρα ,Τάραντα
Η αποικία αυτή ιδρύθηκε, κατά την Ελληνική Μυθολογία, από τον Τάραντα, γιο του Ποσειδώνα, που σώθηκε με τη βοήθεια του πατέρα του από ναυάγιο και τον οδήγησε εκεί ένα δελφίνι. Σύμφωνα με άλλη παράδοση, πρώτος οικιστής της πόλης ήταν ο εγγονός του Μίνωα, Τάρας, ο οποίος έφτασε εκεί με Κρήτες αποίκους. Αλλά πιθανότερη θεωρείται μια τρίτη παράδοση, που λέει πως χτίστηκε από τον Ηρακλείδη, Φάλανθο, που οδήγησε εκεί τους Παρθενίες από τη Σπάρτη γύρω στο 708 π.Χ.
Αφού, λοιπόν, η αρχαία αυτή ελληνική πόλη ήρθε σε σύγκρουση με τη Ρώμη το 282 π.Χ. και προκάλεσε τον πόλεμο ανάμεσα στη Ρώμη και τον Πύρρο, ο Τάρας κατακτήθηκε τελικά από τη Ρώμη το 272 και έπαιξε σημαντικό ρόλο στον Δεύτερο Καρχηδονικό Πόλεμο.
Αφού, λοιπόν, η αρχαία αυτή ελληνική πόλη ήρθε σε σύγκρουση με τη Ρώμη το 282 π.Χ. και προκάλεσε τον πόλεμο ανάμεσα στη Ρώμη και τον Πύρρο, ο Τάρας κατακτήθηκε τελικά από τη Ρώμη το 272 και έπαιξε σημαντικό ρόλο στον Δεύτερο Καρχηδονικό Πόλεμο.
Αρχαιολογικό Μουσείο Τάραντα
Μαρμάρινη γυναικεία κεφαλή πιθανόν της Αφροδίτης (4ος αιώνας π.Χ) Αρχαιολογικό μουσείο Τάραντα.
|
Η ταραντέλα σε άγαλμα στο Μουσείο του Τάραντα |
Σπαρτιατικό Μουσείο Τάραντα
Στην εικόνα φαίνεται γυναίκα (με ευπρεπή ένδυση και κόμμωση) να βάζει ρούχα σε ιματιοθήκη. (Τερρακόττα, 470 - 450 π.Χ., μουσείο Τάραντα). |
Η αποικία ιδρύθηκε, κατά την Ελληνική Μυθολογία, από τον Τάραντα, γιο του Ποσειδώνα, που σώθηκε με τη βοήθεια του πατέρα του από ναυάγιο και τον οδήγησε ... |
"Θεά στο θρόνο" εξαίρετο γλυπτό που βρέθηκε στον Τάραντα απεικονίζει πιθανόν την Περσεφόνη στον θρόνο του Άδη. (480-460 π.Χ.) Μουσείο Περγάμου Βερολίνο
|
Τμήμα Δωρικού ναού στον Τάραντα
|
Εξαιρετικής τέχνης μαρμάρινο κεφάλι άλογου που βρέθηκε στον Τάραντα (350-300 π.Χ) Μουσείο Βερολίνου
|
ΠΗΓΕΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου